Η δοκιμασία του νερού: «λυδία λίθος» επιβίωσης.

Η δοκιμασία του νερού: «λυδία λίθος» επιβίωσης.
Μιχάλης Σκούλλος, καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, διευθυντής Εργαστηρίου Χημείας Περιβάλλοντος, πρόεδρος ΜΙΟ-ECSDE, πρόεδρος GWP-Med

Το ύδωρ είναι η χημική ένωση που χαρακτηρίζει όσο καμιά άλλη τον πλανήτη Γη. Η συνολική ποσότητά του υπολογίζεται σε 1630 εκατομμύρια κυβικά χιλιόμετρα. Η παρουσία του πέρα από την υδρόσφαιρα και την ατμόσφαιρα κυριαρχεί τόσο στη βιόσφαιρα όσο και στη γεώσφαιρα αφού όλοι οι οργανισμοί περιέχουν σημαντικά ποσά στους ιστούς τους. Το «κρυσταλλικό νερό» που βρίσκεται ενωμένο μέσα στο κρυσταλλικό πλέγμα των ορυκτών αντιπροσωπεύει τη δεύτερη, μετά τους ωκεανούς, υδάτινη ενότητα στη Γη. Οι επιμέρους ενότητες: θάλασσες, παγετοί, χιόνια, επιφανειακά και υπόγεια νερά και υδρατμοί συνδέονται στενά με τον υδρολογικό κύκλο που περιλαμβάνει την κύκλιση ανάμεσα σε διάφορες φάσεις και διεργασίες (εξάτμιση, μεταφορά υδρατμών, συμπύκνωση, κατακρήμνιση και απορροή αλλά και άλλες κυκλικές διεργασίες όπως η εποχιακή αυξομείωση των βροχοπτώσεων και απορροών και η μεταφορά σημαντικών θαλάσσιων μαζών αφού σε μερικούς ωκεανούς (πχ: στον Ατλαντικό) επικρατούν οι εισροές γλυκού νερού ενώ σε άλλους (πχ: στον Ειρηνικό) κυριαρχεί η εξάτμιση.

Παρά τα κολοσσιαία, για τα ανθρώπινα μέτρα, μεγέθη που εμπλέκονται, υπόγεια και επιφανειακά γλυκά νερά δεν ξεπερνούν τα 9 εκατομμύρια κυβικά χιλιόμετρα, το συνολικό ποσοστό του ρέοντος υγρού ύδατος («νέαρου ή νεαρού» ύδατος = νερoύ) δεν ξεπερνά το 0,6% του συνόλου των υδάτων ή, το πολύ, το 1% των «προσιτών» υδάτων, αφού το κρυσταλλικό ύδωρ είναι πρακτικά απρόσιτο.

Το γεγονός ότι το κλίμα μας διατηρείται σταθερό επί εκατομμύρια χρόνια οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον υδρολογικό κύκλο, τη μεγάλη θερμοχωρητικότητα του νερού και την πολύ μεγάλη ενέργεια που απορροφάται ή εκλύεται, αναλόγως, κατά τις μεταβολές των φάσεών του, την τήξη των πάγων και την εξάτμιση.

Σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο το κλίμα διαμορφώνεται αποφασιστικά από την εγγύτητα ή μη μιας περιοχής σε μεγάλες μάζες νερού και τη θερμοκρασία που αυτές έχουν π.χ. θαλάσσιες ακτές, λίμνες, παγετοί, κ.λπ., ή αντίστοιχα έρημοι, στέπες, κ.λπ.

Είναι πολύ καλά τεκμηριωμένο στη βιβλιογραφία ότι το σχετικά ήπιο κλίμα στις δυτικές ακτές της Ευρώπης και ιδιαίτερα στις Βρετανικές νήσους οφείλεται κυρίως στην επίδραση του λεγόμενου «ρεύματος του Κόλπου (του Μεξικού) το οποίο χαρτογράφησε πρώτος ο Βενιαμίν Φραγκλίνος ήδη το 1770.

Η σχέση όμως ανάμεσα στο νερό και το κλίμα είναι όχι απλά στενή αλλά και αμφίδρομη. Κάθε αλλαγή στο κλίμα από εξωγενείς παράγοντες όπως π.χ.: η αλλαγή της σύστασης της ατμόσφαιρας ή της κλίσης του άξονα περιστροφής της Γης κ.λπ., θα έχει άμεσες συνέπειες στον υδρολογικό κύκλο και αλυσιδωτά σε όλες τις διεργασίες που τον συναποτελούν.

Έτσι ακόμη και με μικρή άνοδο της θερμοκρασίας μειώνεται σοβαρά η χιονοκάλυψη σε τοπικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο.

Μικρές αλλαγές του μικροκλίματος στην Ευρώπη από καύσεις στις βιομηχανίες, τις κεντρικές θερμάνσεις και την κυκλοφορία στην περιοχή τη λεγόμενη «θερμική μπανάνα» της Ευρώπης, την περιοχή δηλαδή στον χάρτη σε σχήμα μπανάνας που αρχίζει από το Μάντσεστερ και καταλήγει στο Μιλάνο, οδήγησε σε απώλεια κατά 80% τους πάγους των πηγών του Ροδανού ποταμού στις Άλπεις σε χρονική περίοδο μικρότερη από 100 χρόνια. Με μικρή αύξηση της θερμοκρασίας οι περίοδοι της χιονοκάλυψης των Άλπεων αλλά και των δικών μας βουνών - της Πίνδου, του Ολύμπου, του Παρνασσού κ.λπ., - να μειωθούν και επιβραχυνθούν με αποτελέσματα πολύ δυσμενή για τη ροή των ποταμών και για την ξηρασία και τη μειωμένη υγρασία του εδάφους κατά τους θερινούς μήνες, όταν η κύρια τροφοδοσία προέρχεται από το λυώσιμο των πάγων και χιονιών.

Παρατεταμένες περίοδοι ξηρασίας και χαμηλής υγρασίας εδάφους διευκολύνουν τις δασικές πυρκαγιές. Παράλληλα αν κατά το χειμώνα έχουμε ελαττωμένο ποσοστό χιονιού και αντίστοιχα αυξημένη βροχόπτωση στο ίδιο χρονικό διάστημα αυτό οδηγεί σε αυξημένη διάβρωση των εδαφών, αυξημένα πλημμυρικά φαινόμενα στα πεδινά και αυξημένο ρυθμό πλήρωσης των υδροταμιευτήρων και φραγμάτων με φερτά υλικά, άρα επιβράχυνση της χρήσιμης ζωής σημαντικών έργων, π.χ.: υδροηλεκτρικών μονάδων κ.λπ. Η κάλυψη με ίλι ευρέων εκτάσεων στα δέλτα των ποταμών και δημιουργία ασταθών πυθμένων όπου οι βενθικοί οργανισμοί (που ζουν στους βυθούς) είτε θάβονται είτε δεν έχουν αρκετά στέρεες επιφάνειες ώστε να φτιάξουν τις φωλιές τους ή να αποθέσουν τα αυγά τους. Αποτέλεσμα, οικολογικές βλάβες και απώλεια βιοποικιλότητας.

Το λυώσιμο των πολικών πάγων είναι ένα άλλο τεράστιο οικολογικό πρόβλημα. Πρόσφατη αποστολή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (ΕΕΑ) στην Αρκτική έδειξε πολύ μεγαλύτερη υποχώρηση των παγετών από ότι προέβλεπαν και τα πλέον απαισιόδοξα σενάρια. Αυτό προέρχεται από το γεγονός ότι τα νερά από το λυώσιμο των πάγων δημιουργούν «καταβόθρες», καταρράκτες σε ενδιάμεσες επιφάνειες επαφής μεγάλων μαζών πάγου οι οποίες διοχετεύουν μεγάλες μάζες ταχύτατα κινούμενου νερού, πραγματικά ποτάμια, στην μεσεπιφάνεια πάγου-εδάφους. Το αποτέλεσμα είναι η μηχανική αποσταθεροποίηση πολύ μεγάλων μαζών πάγου, η αποκόλλησή τους και η μεταφορά τους στη θάλασσα μαζικά όπου και θρυμματίζονται και λυώνουν με ταχύτατους ρυθμούς.

Η άνοδος της στάθμης της θάλασσας από το λυώσιμο των πάγων αναμένεται να είναι από λίγες δεκάδες εκατοστά ως πάνω από πέντε μέτρα αν όλοι ή σχεδόν όλοι οι πάγοι τακούν. Αυτό θα σημαίνει απώλεια ολόκληρων χαμηλών νησιών, τεράστια αλλαγή στην παράκτια ζώνη με απώλειες παραγωγικής γης και των περισσοτέρων υγρότοπων που σήμερα είναι στο επίπεδο της θάλασσας αλλά και σοβαρότερες επιπτώσεις στην ποιότητα και ποσότητα του γλυκού νερού.

Πρέπει να θυμηθούμε ότι ανάμεσα στο νερό των υπόγειων υδροφορέων - που συντηρούν τα πηγάδια μας - και τη θάλασσα υπάρχει μια υδροστατική και ιονική ισορροπία. Το νερό από τις υποβρύχιες ή υπόγειες πηγές διαρκώς εκχέεται στη θάλασσα εμποδίζοντας το αλμυρό νερό να εισέλθει. Όταν όμως αυξήσουμε τη στάθμη της θάλασσας η υδροστατική ισορροπία ανατρέπεται και η ροή αντιστρέφεται οδηγώντας τα θαλάσσια νερά προς τη χέρσο, έτσι αποκαθίσταται μια νέα ισορροπία που δεν είναι καθόλου ευνοϊκή για την επιβίωση και την ικανοποίηση των αναγκών των ανθρώπων. Ας σημειωθεί ότι η ισορροπία αυτή έχει ήδη ανατραπεί σε πολλά συστήματα λόγω των τεράστιων αντλήσεων νερού από τα υπόγεια νερά.

Μια άλλη παράμετρος της υψηλής στάθμης της θάλασσας είναι η αχρήστευση μεγάλου τμήματος των εγγείων βελτιώσεων, αρδευτικών έργων, έργων αποστράγγισης αλλά και αποχετευτικών συστημάτων των πόλεων που κάποια τμήματα τους θα κατακλυστούν από θάλασσα και θα πάψουν να λειτουργούν, ενώ ο πλημμυρισμός παράκτιων παλαιών εγκαταστάσεων απόθεσης αποβλήτων θα ενεργοποιήσει μηχανισμούς ρύπανσης.

Τα σχετικά σενάρια μπορεί να ποικίλουν από απλά αρνητικά για την περιοχή μας μέχρι σε εφιαλτικά. Για όλα αυτά πρέπει να προετοιμαστούμε με μεθοδικότητα, «νοικοκυροσύνη», ενίσχυση των θεσμών και υιοθέτηση κατάλληλων πολιτικών, υπηρεσιών και μέτρων.

Τα μέτρα που συνήθως προτείνονται για την αντιμετώπιση του φαινομένου του θερμοκηπίου και των κλιματικών αλλαγών κατατάσσονται συχνά σε δύο κατηγορίες:

(α) Μέτρα πρόληψης και περιστολής της ρύπανσης ιδιαίτερα από το διοξείδιο του άνθρακα και άλλα αέρια του θερμοκηπίου και

(β) Μέτρα αντιμετώπισης των επιπτώσεων του φαινομένου, κυρίως μέτρα «προσαρμογής»

Στην πρώτη κατηγορία εκτός από περιστολή της ενεργειακής κατανάλωσης προωθείται η ανάπτυξη αποτελεσματικών «παγίδων» διοξειδίου του άνθρακα κυρίως μέσω της φωτοσύνθεσης οπότε χρειάζεται ανάπτυξη δασών και καλλιεργειών. Αυτές όμως οι φυτεύσεις και η συντήρησή τους απαιτούν με τη σειρά τους νερό. Περισσότερο ριζικές λύσεις αφορούν την αποθήκευση του διοξειδίου του άνθρακα σε μεγάλα βάθη των θαλασσών ή παλαιές πετρελαιοπηγές κ.λπ.

Στη δεύτερη κατηγορία έχουμε μέτρα θεσμικά και μέτρα καθαρά τεχνολογικά ενώ για όλο το φάσμα η σωστή ενημέρωση και η παιδεία δημιουργούν το αναγκαίο πλαίσιο και κλίμα. Χρειάζεται αντικειμενική και πλήρης ενημέρωση των πολιτών και των υπεύθυνων αρχών σε όλα τα επίπεδα, σωστή επιμόρφωση και εγρήγορση ώστε στα χρόνια που θα έρθουν να έχουμε λάβει τα μέτρα μας για αντιμετώπιση της λειψυδρίας με μείωση της κατανάλωσης των απωλειών των δικτύων κ.λπ. και με εφαρμογή και χρήση εναλλακτικών πηγών νερού, όπως η επαναχρησιμοποίηση σε επιλεγμένους τομείς ανακυκλωμένου νερού από καθαρισμένα λύματα ή από αφαλάτωση με χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Πρέπει ακόμα να μειωθούν οι σπατάλες στην κατανάλωση ιδιαίτερα στη γεωργία που απορροφά στη χώρα μας το 80% της συνολικής ετήσιας κατανάλωσης. Πρέπει να μεριμνήσουμε εγκαίρως για τη διευθέτηση των θεμάτων με τους βόρειους γείτονές μας από τους οποίους δεχόμαστε πολύ σοβαρά ποσά νερού μέσω των διασυνοριακών ποταμών και λιμνών. Πρέπει να μεριμνήσουμε για τη διασφάλιση επαρκών αποθεμάτων καλής ποιότητας υπόγειου νερού για την παραγωγή πόσιμου νερού για το μέλλον που να μην απειλεί την υγεία μας.

Τέλος, ας ελπίσουμε να διδαχτούμε από την ελαφρύτητα με την οποία προσεγγίσαμε το θέμα της αλλαγής του κλίματος για το οποίο οι επιστήμονες και πολλές Μη Κυβερνητικές Περιβαλλοντικές Οργανώσεις μάς έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου επί τρεις περίπου δεκαετίες χωρίς να καταφέρουν τις κυβερνήσεις να εφαρμόσουν την «αρχή της προβλεπτικότητας» (precautionary principle) και την ολοκληρωμένη διαχείριση των υδάτινων πόρων.

Αν το θέμα του κλίματος αφορά την επιβίωση του πλανήτη κατά τις επόμενες γενεές, το θέμα του νερού που συνδέεται με το κλίμα και ο τρόπος με τον οποίο θα το αντιμετωπίσουμε είναι αναμφίβολα η «λυδία λίθος» για την επιτυχία ή αποτυχία της περιβαλλοντικής διαχείρισης της δικής μας γενιάς κάτω από τις προβληματικές συνθήκες που εν μέρει κληρονόμησε και εν μέρει δημιούργησε η ίδια.

secretariat@mio-ecsde.org