Τι ήταν το Αθάνατο νερό των αρχαίων Ελλήνων;
Το νερό, πηγή και σύµβολο ζωής, έγινε από τα πανάρχαια χρόνια αντικείµενο λατρείας όλων των πρωτόγονων λαών.
Όποιες και αν είναι οι πολιτισµικές τους δοµές, το νερό αποτελεί αστείρευτη πηγή δύναµης και ζωής: καθαρίζει, θεραπεύει, ανανεώνει και διασφαλίζει την αθανασία.
Η αθανασία και η αιώνια ζωή ήταν το μεγάλο όνειρο του ανθρώπου από τους αρχαίους χρόνους, η λαχτάρα του αυτή τον έκανε να ψάχνει αλλά και να συνεχίζει μέχρι σήμερα να ερευνά για το ελιξίριο της αθανασίας. Για τους αρχαίους Έλληνες το πιο ονομαστό ελιξίριο ήταν τα νερά της Στυγός. Αλλά και το νερό που δίνανε όρκο οι θεοί.
Η Στύγα ήταν µια φοβερή θεότητα, η μεγαλύτερη κόρη του Ουρανού και της Τηθύος, που έμενε στα τάρταρα, στην παγωνιά, απομονωμένη από τους άλλους θεούς που δεν τη συμπαθούσαν.
Από τα Τάρταρα (παράγωγο της λέξης τουρτουρίζω) που πίστευαν ότι εκεί ήταν και οι πύλες του Άδη, πηγάζει ο ποταμός Κράθης, στο όρος Χελμός της Αχαΐας.
Τα ύδατα της Στυγός συνδέθηκαν με θεολογικές και φιλοσοφικές ιδέες, όπως αυτές από τα Ελευσίνια Μυστήρια και τις Ορφικές δοξασίες για τη μετενσάρκωση .
Η δύναμη και η θερμοκρασία του νερού ήταν τέτοια που λέγανε ότι, το γυαλί, οι κρύσταλλοι, τα πήλινα αγγεία έσπαζαν μόλις βυθίζονταν σ” αυτό, αλλοιώνονταν τα μέταλλα ακόμη και ο άργυρος και ο χρυσός, και το κεχριμπάρι, μόνον οι οπλές των αλόγων που δεν είχαν πέταλα άντεχαν, γι” αυτό οι θεοί το έπιναν μέσα σε κύπελλα φτιαγμένα από οπλή αλόγου.
Η Ψυχή ψάχνοντας να βρει το ταίρι της, τον Έρωτα, υποχρεώθηκε από την Αφροδίτη να κουβαλήσει νερό από τη Στύγα.
Στα νερά αυτά «βάφτισε» τον Αχιλλέα η μητέρα του η Θέτις και έγινε άτρωτος και αθάνατος, εκτός από την φτέρνα του που δεν βράχηκε η «Αχίλλειος πτέρνα» και τον βρήκε εκεί το θανατηφόρο βέλος του Πάρη στην Τροία.
Τα νερά της Στυγός, ανάβλυζαν από την ιερή πηγή της. Το ένα δέκατο από αυτά τα νερά ήταν προορισμένο για τον όρκο των θεών » Τα άλλα εννιά φιδώνουν ολόγυρα στη γη και ύστερα, χύνονται στη θάλασσα σχηματίζοντας ρουφήχτρες, και το νερό που πέφτει από το βράχο είναι για τιμωρία των θεών».
Ο Δίας όρισε να δίνονται στα δικά της νερά οι πιο φοβεροί όρκοι των θεών και των ανθρώπων. Κάθε φορά που κάποιοι θεοί κατηγορούνταν για ψευτιά, ο Δίας έστελνε την Ίριδα να φέρει νερό από τη µυστηριώδη αυτή πηγή. Πάνω από το νερό οι κατηγορούµενοι τρέµοντας ορκίζονταν.
Οι επίορκοι θεοί τιµωρούνταν µε πολύ βαριές ποινές. Για ένα χρόνο έµεναν άφωνοι και µαραζωµένοι, χωρίς αµβροσία και νέκταρ. Επιπλέον, για άλλα εννέα χρόνια αποµονώνονταν από τους άλλους θεούς και έχαναν τα προνόµιά τους, εκτός από την αθανασία τους. Φρικτές τιµωρίες επίσης περίµεναν και τους θνητούς που θα παρέβαιναν τον όρκο τους στα νερά της Στύγας.
Ο Όμηρος παρουσιάζει την Ήρα να λέει «μάρτυράς μου η γη κι ο πλατύς ουρανός που απλώνεται πάνω από τα κεφάλια σας και η Στύγα που τα νερά της κυλούν από ψηλά μέσα στη γη». Ο Ησίοδος την περιγράφει ως «πρωτότοκη κόρη του Ωκεανού με τη γοργή φυρονεριά, τη μισητή από τους αθάνατους, την τρομερή τη Στύγα». Όταν κάποιος θεός έπρεπε να αποδειχθεί ότι έλεγε ψέματα ή αλήθεια, τότε έπρεπε να πιει νερό το Στύγιον ύδωρ.
Έστελνε ο Δίας την Ίριδα στην Στύγα να φέρει νερό σε ένα σταμνί, από οπλή του μεγαλύτερου αλόγου. Έλεγαν πως κανένα ζωντανό ον δεν επρόκειτο να ζήσει εάν έπινε από το νερό αυτό. Κατά τον Παυσανία ο Μέγας Αλέξανδρος δηλητηριάστηκε από το Στύγιο Ύδωρ, αφού το ήπιε, ενώ οι αδερφές του, λούστηκαν με αυτό το νερό και έγιναν αθάνατες.
Σχετικά με το Αθάνατο νερό σχετίζονται δύο ιστορίες με τον Μέγα Αλέξανδρο, τις οποίες παραθέτω παρακάτω:
- Ο Αλέξανδρος και η Κύνα
Τον καιρό που ο Αλέξανδρος με τον στρατό του καθόταν και ξεκουραζόταν στην Ινδία, η αδελφή του, η Κύνα, σκέφτηκε να βάλει μπροστά ένα σχέδιο που είχε στο μυαλό από πολύ καιρό. Ήταν η ευκαιρία μεγάλη και δεν ήθελε να την χάσει, γιατί μπορεί να μην ξαναπαρουσιαζόταν.
Πήγε λοιπόν σε έναν γέρο σοφό Ανατολίτη και του ζήτησε να της πει πού μπορεί να βρει το αθάνατο νερό και πώς να το χρησιμοποιήσει για να κάνει τον λατρεμένο της αδελφό αθάνατο.
Είχε βάλει τάμα της ζωής της κάτι τέτοιο και δεν μπορούσε να εγκαταλείψει ποτέ της αυτή την ιδέα!
Ρώτησε λοιπόν τον σοφό μάντη και περίμενε με αγωνία την απάντησή του.
Εκείνος, αφού στοχαζόταν για ώρες πολλές, τελικά άνοιξε τα μάτια του και απάντησε στην Κύνα: «Το αθάνατο νερό βρίσκεται στο μεγάλο σπήλαιο της φωτιάς. Είναι όμως πολύ επικίνδυνο και σχεδόν αδύνατο να καταφέρει κάποιος να μπει εκεί μέσα και να βγάλει το νερό. Η σπηλιά καλύπτεται από φοβερή φωτιά και κανένας ποτέ δεν μπόρεσε να την περάσει ζωντανός»!…
Η Κύνα, χωρίς κανέναν δισταγμό, είπε στον γερο-σοφό ότι για χάρη του Αλεξάνδρου και προκειμένου εκείνος να αποκτούσε την αθανασία ήταν έτοιμη να κατέβει ακόμα και στον άσπλαχνο Άδη! Δεν φοβόταν να πεθάνει για τον Αλέξανδρο και θα διακινδύνευε με μεγάλη της χαρά τη ζωή της για εκείνον!
Ύστερα ο σοφός της είπε ότι το αθάνατο νερό θα έπρεπε κάποιος να το πιει ακριβώς την στιγμή που θα ήταν έτοιμος να πεθάνει και όταν πια είχε χαθεί κάθε ελπίδα. Αν τύχαινε να το πιει πιο πριν, τότε όχι μόνο δεν θα χρησίμευε να τον βοηθήσει, αλλά θα του στοίχιζε και τη ζωή! Η Κύνα ευχαρίστησε τον Ασιάτη μάντη και έσπευσε χωρίς να χάσει λεπτό για το μεγάλο σπήλαιο της φωτιάς, να πάει και να πάρει το πολυπόθητο αθάνατο νερό.
Μετά από αρκετές και κουραστικές μέρες, η Κύνα έφτασε επιτέλους μπροστά στο τρομακτικό σπήλαιο. Πράγματι ήταν εντελώς αδύνατο για κάποιον θνητό να καταφέρει να περάσει τις γιγαντιαίες φλόγες που σκέπαζαν την είσοδο του σπηλαίου και κατάκαιγαν τα πάντα.
Η Κύνα όμως δεν απογοητεύτηκε καθόλου: γεμάτη αγάπη για τον Αλέξανδρο και έχοντάς τον συνέχεια στο νου της, πέρασε τόσο γρήγορα ανάμεσα απ’ τις φωτιές, που αυτές ούτε που την άγγιξαν!
Μέσα το σπήλαιο ήταν τεράστιο και βαθύ. Παρόλα αυτά η ηρωική Κύνα βρήκε τελικά το αθάνατο νερό που ανάβλυζε από έναν τοίχο και τρισευτυχισμένη γέμισε μια ολόκληρη φιάλη. Ύστερα δεν έχασε ούτε στιγμή: πέρασε πάλι σαν τον άνεμο την φλεγόμενη είσοδο της σπηλιάς και πήγε πίσω στον αδελφό της και το στράτευμα του, που ετοιμαζόταν πια να εγκαταλείψει την Ινδία.
Η Κύνα κράτησε μυστικό απ’ όλους το μεγάλο της κατόρθωμα. Ήταν όμως πολύ ευχαριστημένη που μια μέρα, όποτε κι αν αυτή ερχόταν, θα έδινε στον Αλέξανδρο να πιει απ’ το θαυματουργό νερό.
Όταν κάποτε ο Αλέξανδρος αρρώστησε βαριά από πυρετό και έπεσε κατάκοπος στο κρεβάτι, ήταν πλέον προ του θανάτου. Όλοι όσοι τον γνώριζαν από παλιά, δεν πίστευαν στα μάτια τους πώς αυτός ο νέος ακόμα άντρας, ο παντοδύναμος κάποτε και ανίκητος Αλέξανδρος, ο βασιλιάς του κόσμου, είχε μείνει έτσι αδύναμος, σαν να ήταν κάποιος γέροντας… Τον έριξαν κάτω οι κακουχίες του πολέμου και η υπερπροσπάθεια της κατάκτησης του κόσμου…
Η Κύνα ήταν συνεχώς στο πλευρό του αδελφού της και φρόντιζε γι’ αυτόν, να απαλύνει τον πόνο του και να τον γεμίζει αδιάκοπα με ελπίδα. Όμως οι γιατροί έβλεπαν τον Αλέξανδρο να χειροτερεύει μέρα με την ημέρα και να πλησιάζει όλο και πιο πολύ προς τον θάνατο… Είπαν λοιπόν κάποια μέρα στην Κύνα ότι δεν υπήρχαν πια ελπίδες για να σωθεί ο αδελφός της και ότι σύντομα θα περνούσε την Αχερουσία λίμνη, για να μπει στον κόσμο των νεκρών…
Η Κύνα όμως δεν απογοητευόταν: είχε καλά κρυμμένο το μυστικό της, που δεν ήταν άλλο απ’ το αθάνατο νερό. Το είχε πάντοτε καλά φυλαγμένο και όταν πια είδε ότι η υγεία του αδελφού της δεν θα γινόταν ποτέ καλά, έβαλε μπροστά το σχέδιό της.
Όταν λοιπόν ο Αλέξανδρος έφτασε πια στο κατώφλι του θανάτου και ζήτησε απ’ την Κύνα να του βάλει λίγο κρασί να πιει, τότε εκείνη έριξε μέσα στο ποτήρι του λίγο από το φίλτρο της αθανασίας.
Ο Αλέξανδρος όμως, αν και μισοπεθαμένος, κατάλαβε ότι η Κύνα κάτι του έριξε μες στο κρασί του και αμέσως κατάλαβε ότι ήταν το αθάνατο νερό. Αυτός όμως δεν ήθελε να πιει ποτέ του κρασί ανάμεικτο με νερό, έστω κι αν αυτό ήταν το νερό της αιώνιας ζωής!
Αποφάσισε λοιπόν να ξεγελάσει την αδελφή του, στέλνοντάς την έξω να φωνάξει τους στρατιώτες για να πιουν δήθεν όλοι μαζί. Η Κύνα τον υπάκουσε αμέσως και τότε αυτός άρπαξε την ευκαιρία: άλλαξε το ποτήρι του μ’ εκείνο της αδελφής του, λέγοντας μέσα του πως αν ήταν αυτό πράγματι το αθάνατο νερό, τότε ας έμενε αθάνατη η Κύνα για να τον θυμάται παντοτινά!
Όταν η κοπέλα γύρισε στη σκηνή, ανυποψίαστη πήρε το ποτήρι με το φίλτρο της αθανασίας και το ήπιε μονορούφι στην υγειά του Αλεξάνδρου. Όταν κατάλαβε τι είχε στην πραγματικότητα συμβεί ήταν πια πολύ αργά… Ο Αλέξανδρος, αφού ήπιε το τελευταίο του κρασί, έπεσε κάτω ετοιμοθάνατος. Η τελευταία ώρα είχε πια έρθει…
Έμεινε έτσι η Κύνα αθάνατη… Και ο θρύλος την θέλει έπειτα να έχει μεταμορφωθεί σε γοργόνα και να τριγυρνάει στις θάλασσες του κόσμου, ρωτώντας τους καπετάνιους των πλοίων: «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος»; Και αν εκείνος απαντήσει: «Ναι», τότε του δίνει τις ευλογίες της για το καλό ταξίδι. Αν όμως της απαντήσει: «Όχι», τότε πνιγμένη απ’ τη στενοχώρια ταράζεται και προκαλεί απίστευτες τρικυμίες στα πελάγη…
- Ζεί ο Βασιλιάς Αλέξανδρος;
Όταν ο Mέγας Aλέξανδρος πολέμησε κι έκαμε δικό του τον κόσμο, φώναξε τους σοφούς και τους ρώτησε: «Πώς θα μπορέσω να ζήσω πολλά χρόνια; Ήθελα να κάμω πολλά καλά στον κόσμο».
«Bρίσκεται τρόπος»αποκρίθηκαν οι σοφοί, «μα είναι κάπως δύσκολος».
«Δε σας ρώτησα» είπε ο βασιλιάς Aλέξανδρος, «να μου πείτε αν είναι δύσκολος· ποιος είναι θέλω να μάθω».
«Nα βρεις το αθάνατο νερό» του είπαν οι σοφοί.
«Kαι πού είναι αυτό το αθάνατο νερό;»
«Aνάμεσα σε δυο βουνά. Mα τόσο γρήγορα ανοιγοκλείνουν, που και το πιο γοργόφτερο πουλί δεν προφταίνει να περάσει. Πολλά ξακουσμένα βασιλόπουλα θέλησαν να το αποχτήσουν· μα έχασαν τη ζωή τους άδικα. Άμα καταφέρεις, βασιλιά μου πολυχρονεμένε, να περάσεις ανάμεσα στα δυο βουνά, θα βρεις ένα δράκοντα, που ποτέ δεν κοιμάται. Aν σκοτώσεις τον δράκοντα, θα το πάρεις».
Όταν το άκουσε ο βασιλιάς Aλέξανδρος, πρόσταξε αμέσως να σελώσουν το άλογό του, τον Bουκεφάλα. Φτερά δεν είχε, μα πετούσε σαν πουλί. Kαβαλίκεψε και σε λίγο έφτασε στο μέρος που του είχαν πει οι σοφοί. Στέκεται και βλέπει τα βουνά ν’ ανοιγοσφαλούν αδιάκοπα και τόσο γρήγορα, που ούτε πουλί δεν μπορούσε να περάσει. Mα ο βασιλιάς δεν τα χάνει. Δίνει μια βιτσιά και πέρασε ανέγγιχτος ανάμεσα στα δυο βουνά. Σκότωσε έπειτα το δράκοντα και πήρε το γυαλί, που είχε μέσα το αθάνατο νερό.
Άμα γύρισε στο παλάτι του, ξέχασε να πει στην αδερφή του τι είχε μέσα στο γυαλί. Έτσι και κείνη μια μέρα πήρε το γυαλί κι έχυσε το αθάνατο νερό έξω στο περιβόλι. Tο νερό έπεσε σε μια αγριοκρεμμυδιά, κι από τότε αυτό το φυτό δεν μαραίνεται ποτέ.
Όταν έμαθε η βασιλοπούλα το κακό που έκαμε, ήταν απαρηγόρητη.
«Θεέ μου!» λέει, «δε θέλω να πιστέψω, πως μια μέρα θα πεθάνει ο αδερφός μου. Άφησέ με να ζω πάντα με την ελπίδα πως κι αν πεθάνει, πάλι θα τον ξαναφέρεις στον κόσμο. Ποιος ξέρει αν δεν έρθουν δύσκολα χρόνια για την πατρίδα μου;»
«Θεέ μου!» λέει, «δε θέλω να πιστέψω, πως μια μέρα θα πεθάνει ο αδερφός μου. Άφησέ με να ζω πάντα με την ελπίδα πως κι αν πεθάνει, πάλι θα τον ξαναφέρεις στον κόσμο. Ποιος ξέρει αν δεν έρθουν δύσκολα χρόνια για την πατρίδα μου;»
Aμέσως η αδερφή του βασιλιά έγινε από τη μέση και κάτω ψάρι και πήδηξε στη θάλασσα. Έγινε Γοργόνα! Aπό τότε γυρίζει πάντα στη θάλασσα κι άμα δει κανένα καράβι, τρέχει και το ρωτά:
«Kαράβι, καραβάκι· ζει ο βασιλιάς Aλέξανδρος;»
Aλίμονο στον καραβοκύρη που θα της πει πως πέθανε. H Γοργόνα αναταράζει τα νερά, σηκώνει βουνά τα κύματα και χάνεται το καράβι.
Aλίμονο στον καραβοκύρη που θα της πει πως πέθανε. H Γοργόνα αναταράζει τα νερά, σηκώνει βουνά τα κύματα και χάνεται το καράβι.
Mα ο έξυπνος καραβοκύρης αν πει: «Zει, κυρά μου, ο βασιλιάς Aλέξανδρος. Zει και βασιλεύει, και τον κόσμο κυριεύει!».
Tότε η Γοργόνα λάμπει από τη χαρά της. Aπλώνει τα ξανθά της μαλλιά και τα κύματα ησυχάζουν αμέσως. Γελούν τα πέλαγα και τ’ ακρογιάλια, κι οι ναύτες από τα καράβια τους ακούνε μαγεμένοι τη φωνή της Γοργόνας, που ξαναλέει τραγουδιστά:
«Zει ο βασιλιάς Aλέξανδρος ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει!…»
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
- Το αθάνατο νερό ... του Χρυσόστομου Κριμπά
Εκείνο που φοβάται πολύ ο άνθρωπος, είναι ο θάνατος. «Θρηνώ και οδύρομαι όταν εννοήσω τον θάνατο» λέει το νεκρώσιμο εκκλησιαστικό τροπάριο. Τον φοβάται γιατί δεν μπορεί να τον νοιώσει. Δεν θέλει να χάσει τη ζωή του. «Και με τα χίλια βάσανα, πάλι η ζωή γλυκιά είναι» λέει η λαϊκή ρήση.
Ο άνθρωπος, δεν θέλει να χάσει την επαφή με τον φυσικό και κοινωνικό κόσμο, του πραγματικού. Εξάλλου, δεν ξέρει πού πηγαίνει, τον τρομάζει το άγνωστο και ανεξερεύνητο: Ο Κωστής Παλαμάς, στιχούργησε: «Ζωή, δεν είναι τίποτα για μας, όξω από σένα / αγάπα και ξεφάντωνε και δούλευε και ζήσε / και προσηλώσου στη ζωή, στρείδι στον βράχο επάνω / και μη σε νοιάζει πού θα πας, τα μάτια σου, όταν κλείσεις».
Για να ξεφύγει ο αδύνατος άνθρωπος, από το φρικτό, το παγερό, το έρημο φάσμα του θανάτου, καταφεύγει στη φαντασιοπληξία και μυθοπλασία. Προϊόν αυτής της απεγνωσμένης και άκαρπης προσπάθειας, είναι και το αθάνατο νερό.
Το αθάνατο νερό, έχει τη φανταστική ιδιότητα, να εξασφαλίζει την αθανασία, σε αγαπημένα μας πρόσωπα ή να ανασταίνει, σε περίπτωση που θα πεθάνουν. Παρά τη βαθιά πίστη, τη φρούδα ελπίδα του λαού μας στην ύπαρξη του αθάνατου νερού, κανείς δεν μπόρεσε να προσδιορίσει τη φύση, την προέλευση και τον τρόπο προσπέλασης, στην άγνωστη πηγή του. Τα ανύπαρκτα, δεν προσδιορίζονται γιατί δεν έχουν υπόσταση. Είναι ανυπόστατα και απροσδιόριστα.
Ίσως, το αθάνατο νερό, να είναι κάτι σαν το νέκταρ και την αμβροσία, που έπιναν οι αρχαίοι Θεοί, για να εξασφαλίσουν, να διατηρούν και να διαιωνίζουν, την αθανασία.
Το αθάνατο νερό, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, το φυλάνε δράκοι, μάγισσες και άλλα πολλά, αλλόκοτα πλάσματα, μυθικά και φανταστικά. Τα μέρη της φύλαξης, είναι μυστικά και απροσπέλαστα. Το αποκτάει, όποιος καταφέρει να ξεπεράσει τα απροσμέτρητα, και δύσκολα εμπόδια, με παλικαριά, αλλά και με πονηριά.
Νίκος Λάσκαρης: Το αθάνατο νερό, έβγαινε ψηλά σ’ ένα βράχο και έπεφτε χάμω, αλλά στο κατέβασμα, γινόταν αχνός. Αν έβαλε κανείς αγγείο για να το πιάσει, το τρυπούσε. Μόνο στο νύχι αστεράτου αλόγου, που δεν εκαλλιγώθη, επιανόταν. Αλλά δεν ήταν εύκολο να βρεθεί νύχι αστεράτου και ακαλλίγωτου αλόγου. Έτσι, κανείς δεν το ήπιε και γι’ αυτό, ούλοι πεθαίνουμε.
Το αθάνατο νερό, ήταν ψηλά στα βουνά των Καλαβρύτων. Τώρα, η τοποθεσία αυτή, λέγεται Καταφύγια, γιατί εκεί καταφεύγανε ούλοι, δίχως όμως και να πετυχαίνουν το σκοπό τους.
Το αθάνατο νερό, ήταν ψηλά στα βουνά των Καλαβρύτων. Τώρα, η τοποθεσία αυτή, λέγεται Καταφύγια, γιατί εκεί καταφεύγανε ούλοι, δίχως όμως και να πετυχαίνουν το σκοπό τους.
Στίχοι για το αθάνατο νερό:
• Πάγω γι’ αθάνατο νερό, γι’ αθάνατο βοτάνι / να δώσω στην αγάπη μου, ποτέ να μην πεθάνει.
• Εσύ το βλέπεις χάνομαι, τι με ρωτάς που πάγω / να βρω τ’ αθάνατο νερό, απέθαντος να γίνω.
• Πού ήσουνα Γκόλφω κι άργησες και νύχτωσες και βράδιασες / ήμουνα πάνω στον Χελμό κι έπινα αθάνατο νερό.
• Γιάννης Βηλαράς: Από τα κορφοβούνια, τ’ αθάνατο νερό / πολύ και πλούσιο τρέχει, γλυκό και καθαρό.
• Αχιλλέας Παράσχος: Σ’ αυτά τα άγρια κύματα, τα ηλιοφωτισμένα / φθάνουν τ’ αθάνατα νερά εδώ, τα μυρωμένα.
• Κώστας Κρυστάλλης: Θέλω η βρυσούλα, η ρεματιά, παλιές, γλυκές μου αγάπες / να μου προσφέρουν γιατρικό, τ’ αθάνατα νερά τους.
• Λάμπρος Πορφύρας: Κανείς για της γιαγιάς μου την αγάπη / δεν σκότωσε τον Δράκο ή τον Αράπη / και να της φέρει αθάνατο νερό / και να ‘ναι καθαρό και δροσερό.
• Φώτης Αγγουλές: Εχτές επάσκιζα να βρω τρόπο να κλέψω από τον Δράκο / για σε τ’ αθάνατο νερό για σε που πας να μπεις στον λάκκο.
• Νίκος Εγγονόπουλος: Αν είν’ αυτός που αγάπησαν οι δεκατρείς νεράιδες, προτού πλησιάσει ας πάει να πιει τ’ αθάνατο νερό, να ξεδιψάσει.
• Γιάννης Ρίτσος: Να ‘χα τ’ αθάνατο νερό, ψυχή καινούργια να ‘χω / να σου ‘δινα να ξύπναγες, για μια στιγμή, μονάχα.
• Ο ίδιος: Αδελφή μου, σου ‘χα τάξει να σου φέρω τ’ αθάνατο νερό. Τώρα, κραυγάζεις: Αδελφέ μου, διψώ, πού ‘ναι τ’ αθάνατο νερό, να μου δώσεις να πιω, να ξεδιψάσω;
• Μάρκος Βαμβακάρης: Από τα γλυκά σου μάτια, βγαίνει αθάνατο νερό / ψες σου γύρεψα λιγάκι και δε μου ‘δωσες, να πιω.
• Πάγω γι’ αθάνατο νερό, γι’ αθάνατο βοτάνι / να δώσω στην αγάπη μου, ποτέ να μην πεθάνει.
• Εσύ το βλέπεις χάνομαι, τι με ρωτάς που πάγω / να βρω τ’ αθάνατο νερό, απέθαντος να γίνω.
• Πού ήσουνα Γκόλφω κι άργησες και νύχτωσες και βράδιασες / ήμουνα πάνω στον Χελμό κι έπινα αθάνατο νερό.
• Γιάννης Βηλαράς: Από τα κορφοβούνια, τ’ αθάνατο νερό / πολύ και πλούσιο τρέχει, γλυκό και καθαρό.
• Αχιλλέας Παράσχος: Σ’ αυτά τα άγρια κύματα, τα ηλιοφωτισμένα / φθάνουν τ’ αθάνατα νερά εδώ, τα μυρωμένα.
• Κώστας Κρυστάλλης: Θέλω η βρυσούλα, η ρεματιά, παλιές, γλυκές μου αγάπες / να μου προσφέρουν γιατρικό, τ’ αθάνατα νερά τους.
• Λάμπρος Πορφύρας: Κανείς για της γιαγιάς μου την αγάπη / δεν σκότωσε τον Δράκο ή τον Αράπη / και να της φέρει αθάνατο νερό / και να ‘ναι καθαρό και δροσερό.
• Φώτης Αγγουλές: Εχτές επάσκιζα να βρω τρόπο να κλέψω από τον Δράκο / για σε τ’ αθάνατο νερό για σε που πας να μπεις στον λάκκο.
• Νίκος Εγγονόπουλος: Αν είν’ αυτός που αγάπησαν οι δεκατρείς νεράιδες, προτού πλησιάσει ας πάει να πιει τ’ αθάνατο νερό, να ξεδιψάσει.
• Γιάννης Ρίτσος: Να ‘χα τ’ αθάνατο νερό, ψυχή καινούργια να ‘χω / να σου ‘δινα να ξύπναγες, για μια στιγμή, μονάχα.
• Ο ίδιος: Αδελφή μου, σου ‘χα τάξει να σου φέρω τ’ αθάνατο νερό. Τώρα, κραυγάζεις: Αδελφέ μου, διψώ, πού ‘ναι τ’ αθάνατο νερό, να μου δώσεις να πιω, να ξεδιψάσω;
• Μάρκος Βαμβακάρης: Από τα γλυκά σου μάτια, βγαίνει αθάνατο νερό / ψες σου γύρεψα λιγάκι και δε μου ‘δωσες, να πιω.
Το ανθόνερο ή ανθονέρι, ή άνθινο νερό, ή ανθόναμα ή ανθόσταγμα ή ανθέλαιο είναι αρωματικό νερό. Προέρχεται από την απόσταξη ανθέων, που έχουν ευχάριστη μυρουδιά. Πιο γνωστό, είναι το νέρολι, που βγαίνει από τα άνθη της πορτοκαλιάς, ή της νεραντζιάς. Γνωστό είναι και το ροδόσταμα ή ροδόσταμο ή τριανταφυλλόνερο ή ροδέλαιο.
Παλιότερα, οι νοικοκυρές σε όλη την Ελλάδα, ήξεραν να φτιάνουν, ωραίο ανθόνερο. Το διατηρούσαν σε μπουκάλια, όλον τον χρόνο, το χρησιμοποιούσαν σε περιστάσεις χαράς ή λύπης: σε γιορτές, αρρώστιες, καθώς και σε ποικίλες άλλες χρήσεις: ζαχαροπλαστική, φαρμακευτική, αρωματοποιία κ.α.
Λαϊκή απειλή: «Για να πιάσεις στο στόμα σου τη μάνα μου, πρέπει πρώτα να πλύνεις τη γλώσσα σου, με ανθόνερο».
Παλιότερα, οι νοικοκυρές σε όλη την Ελλάδα, ήξεραν να φτιάνουν, ωραίο ανθόνερο. Το διατηρούσαν σε μπουκάλια, όλον τον χρόνο, το χρησιμοποιούσαν σε περιστάσεις χαράς ή λύπης: σε γιορτές, αρρώστιες, καθώς και σε ποικίλες άλλες χρήσεις: ζαχαροπλαστική, φαρμακευτική, αρωματοποιία κ.α.
Λαϊκή απειλή: «Για να πιάσεις στο στόμα σου τη μάνα μου, πρέπει πρώτα να πλύνεις τη γλώσσα σου, με ανθόνερο».
Λαϊκοί στίχοι:
• Επάνω στην τριανταφυλλιά έφτιασε η πέρδικα φωλιά / κι αναταράχτη η πέρδικα και πέσαν τα τριαντάφυλλα / το μάθαν οι αρχόντισσες και παν να τα μαζέψουν / να φτιάσουν άνθινο νερό / να λούσουν νύφη και γαμπρό.
• Σπυρίδων Βασιλειάδης: Δότε μοι λωτόν εταίροι, δια να πίνω ανθοσμίαν / και να έχω ευθυμίαν.
• Ρώμος Φιλύρας: Ανθόνερα να στάζουνε και μύρα να πυκνώσουν / τη χαρά να δυναμώσουν.
• Κωστής Παλαμάς: Άφκιαστο κι αστόλιστο, του Χάρου δεν σε δίνω / στάσου με τ’ ανθόνερο, την όψη σου να πλύνω.
• Μιλτιάδης Μαλακάσης: Αλλ’ ο ψίθυρος, η αύρα, αυτός ο τόνος σε λιγάκι θα χυθεί σαν ανθόνερο, που ανάλαφρος ο πόνος μαγικά θα εξατμισθεί.
• Ο ίδιος: Μες στο γαλάζιο σύθαμπο, μ’ άχραντα ρόδα η χαραυγή και στ’ ανοιχτά τους πέταλα το λυκαυγές να στάζει / τέτοιο ρουμπίνι ανθόνερο, κανένας να ‘τανε να πιει / να δροσιστεί και να καεί σαν φύλλο στο χαλάζι.
• Ο ίδιος: Σ’ έχω κλείσει μέσα στην ψυχή μου και με σμυρνολόγι σε λιβανίζω / και μ’ αχνό ανθόνερο, με αγάπη σε ραντίζω.
• Άγγελος Σικελιανός: Και με κρυφά ροδόσταμα ήσυχα να κοιμάσαι / χρυσά σταμνιά όλο βάλσαμο, για μένα, να θυμάσαι.
• Νίκος Γκάτσος: Σε πότιζα ροδόσταμο, με πότιζες φαρμάκι / της παγωνιάς αητόπουλο, της ερημιάς, γεράκι.
• Γεώργιος Λευκαδίτης: Έχω μετάξια από της Προύσας το παζάρι / της Θράκης το ροδόσταμο, που σ’ ανασταίνει / έχω μπριλάντια, έχω σωρούς μαργαριτάρι / γιορντάνια από της Πόλης μας το μπεζεστένι.
• Γιώργος Κάρτερ: Ανθόνερο έτρεχε από τις πληγές του Νικηφόρου και τις θεράπευε.
• Νίκος Χελιώτης: Ήπιες σε κύπελα αργυρά της δρόσου το ανθονέρι / κι έκρουσες τις φτερούγες σου, πάνω απ’ το πανέρι.
• Νίκος Αγγελής: Την κάθε ώρα, ένιωθε τα γένια του παππού, απαλά, ποτισμένα με ανθόνερο, να σαλεύουν στα ριζαύτια της.
• Προπολεμικό λαϊκό: Στις Πλάκας τις ανηφοριές / που γέρνουν οι κληματαριές / είναι κάτι Πλακιώτισσες / που λες, ροδόσταμο τις πότισες.
• Επάνω στην τριανταφυλλιά έφτιασε η πέρδικα φωλιά / κι αναταράχτη η πέρδικα και πέσαν τα τριαντάφυλλα / το μάθαν οι αρχόντισσες και παν να τα μαζέψουν / να φτιάσουν άνθινο νερό / να λούσουν νύφη και γαμπρό.
• Σπυρίδων Βασιλειάδης: Δότε μοι λωτόν εταίροι, δια να πίνω ανθοσμίαν / και να έχω ευθυμίαν.
• Ρώμος Φιλύρας: Ανθόνερα να στάζουνε και μύρα να πυκνώσουν / τη χαρά να δυναμώσουν.
• Κωστής Παλαμάς: Άφκιαστο κι αστόλιστο, του Χάρου δεν σε δίνω / στάσου με τ’ ανθόνερο, την όψη σου να πλύνω.
• Μιλτιάδης Μαλακάσης: Αλλ’ ο ψίθυρος, η αύρα, αυτός ο τόνος σε λιγάκι θα χυθεί σαν ανθόνερο, που ανάλαφρος ο πόνος μαγικά θα εξατμισθεί.
• Ο ίδιος: Μες στο γαλάζιο σύθαμπο, μ’ άχραντα ρόδα η χαραυγή και στ’ ανοιχτά τους πέταλα το λυκαυγές να στάζει / τέτοιο ρουμπίνι ανθόνερο, κανένας να ‘τανε να πιει / να δροσιστεί και να καεί σαν φύλλο στο χαλάζι.
• Ο ίδιος: Σ’ έχω κλείσει μέσα στην ψυχή μου και με σμυρνολόγι σε λιβανίζω / και μ’ αχνό ανθόνερο, με αγάπη σε ραντίζω.
• Άγγελος Σικελιανός: Και με κρυφά ροδόσταμα ήσυχα να κοιμάσαι / χρυσά σταμνιά όλο βάλσαμο, για μένα, να θυμάσαι.
• Νίκος Γκάτσος: Σε πότιζα ροδόσταμο, με πότιζες φαρμάκι / της παγωνιάς αητόπουλο, της ερημιάς, γεράκι.
• Γεώργιος Λευκαδίτης: Έχω μετάξια από της Προύσας το παζάρι / της Θράκης το ροδόσταμο, που σ’ ανασταίνει / έχω μπριλάντια, έχω σωρούς μαργαριτάρι / γιορντάνια από της Πόλης μας το μπεζεστένι.
• Γιώργος Κάρτερ: Ανθόνερο έτρεχε από τις πληγές του Νικηφόρου και τις θεράπευε.
• Νίκος Χελιώτης: Ήπιες σε κύπελα αργυρά της δρόσου το ανθονέρι / κι έκρουσες τις φτερούγες σου, πάνω απ’ το πανέρι.
• Νίκος Αγγελής: Την κάθε ώρα, ένιωθε τα γένια του παππού, απαλά, ποτισμένα με ανθόνερο, να σαλεύουν στα ριζαύτια της.
• Προπολεμικό λαϊκό: Στις Πλάκας τις ανηφοριές / που γέρνουν οι κληματαριές / είναι κάτι Πλακιώτισσες / που λες, ροδόσταμο τις πότισες.