Νερό
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Νερό | |||
---|---|---|---|
Γενικά | |||
Όνομα IUPAC | Νερό, Οξιδάνιο | ||
Άλλες ονομασίες | Ύδωρ, ατμός, πάγος, οξείδιο του υδρογόνου, υδρογόνο οξείδιο, διυδρογόνο μονοξείδιο, υδρογόνο μονοξείδιο, υδρογόνο υδροξείδιο | ||
Χημικά αναγνωριστικά | |||
Χημικός τύπος | H2O | ||
Μοριακή μάζα | 18,01528(33) g/mol | ||
Αριθμός CAS | 7732-18-5 | ||
SMILES | O | ||
InChI | 1S/H2O/h1H2 | ||
Αριθμός EINECS | 231-791-2 | ||
Αριθμός RTECS | ZC0110000 | ||
PubChem CID | 962 | ||
ChemSpider ID | 937 | ||
Δομή | |||
Διπολική ροπή | 1,85 D | ||
Κρυσταλλική δομή στερεού | εξαγωνική | ||
Μήκος δεσμού | 95,84 pm | ||
Είδος δεσμού | πολωμένοι ομοιοπολικοί | ||
Πόλωση δεσμού | 32% (Η+-Ο-) | ||
Γωνία δεσμού | 104,45° | ||
Μοριακή γεωμετρία | επίπεδη γωνιακή | ||
Φυσικές ιδιότητες | |||
Σημείο τήξης | 0 °C | ||
Σημείο βρασμού | 100 °C | ||
Κρίσιμη θερμοκρασία | 373,99 °C | ||
Κρίσιμη πίεση | 2,2064·107 Pa | ||
Πυκνότητα | 1.000 Κg/m3 (υγρό, 4 °C) 917 Κg/m3, (στερεό, 0 °C) | ||
Ιξώδες | 8,9·10-4 Pa·s | ||
Δείκτης διάθλασης , nD | 1,33 (590-690 nm, 20 °C) | ||
Τάση ατμών | 3173 Pa | ||
Εμφάνιση | λευκό ή σχεδόν άχρωμο στερεό, διαφανές με ελαφρά μπλε χροιά κρυσταλλικό στερεό ή υγρό | ||
Χημικές ιδιότητες | |||
pI | 15,74 | ||
Ενθαλπία σχηματισμού | -285,8 ΚJ/mol (υγρό) -241,8 KJ/mol (αέριο) | ||
Επικινδυνότητα | |||
Κίνδυνοι κατά NFPA 704 | |||
Εκτός αν σημειώνεται διαφορετικά, τα δεδομένα αφορούν υλικά υπό κανονικές συνθήκες (25°C, 100 kPa). |
Δές επίσης: Ποιότητα του νερού
Το λεγόμενο νερό, στην ελληνική δημοτική γλώσσα, ή ὕδωρ (το) στην καθαρεύουσα (το ὕδωρ, του ὕδατος), ήοξιδάνιο, κατά χημική ονοματολογία και αγγλικά: water, είναι η περισσότερο διαδεδομένη χημική ένωση στην επιφάνεια της Γης, καλύπτοντας το 70,9% του πλανήτη μας[1]. Στη φύση (του πλανήτη μας), το νερό υπάρχει στην αέρια κατάσταση (οπότε ονομάζεται υδρατμός), στην υγρή κατάσταση και στη στερεή κατάσταση (οπότε ονομάζεται πάγος). Το νερό, επίσης, βρίσκεται στην κατάσταση υγρού κρυστάλλου, κοντά σε υδρόφιλες επιφάνειες. Το (χημικά καθαρό) νερό, στις «συνηθισμένες συνθήκες» (δηλαδή σε θερμοκρασία 25°C και υπόπίεση 1 atm), βρίσκεται σε μια δυναμική ισορροπία υγρού - αερίου, με κύρια φάση την υγρή. Είναι άγευστο καιάοσμο, σχεδόν άχρωμο και διαυγές, αλλά εμφανίζει μια γαλάζια χροιά όταν βρίσκεται σε βαθιά στρώματα. Πολλές ουσίες διαλύονται στο νερό και γι' αυτό συχνά αποκαλείται «συμπαντικός διαλύτης» (universal solvent). Εξαιτίας αυτού, το νερό στη φύση σπάνια είναι καθαρό και πολλές από τις ιδιότητές του (φυσικού νερού) μπορεί να διαφέρουν από ελαφρά ως σημαντικά από αυτές του χημικά καθαρού νερού. Ωστόσο, υπάρχουν και πολλές ουσίες που είναι ουσιαστικά, αν όχι τελείως, αδιάλυτες στο νερό. Το νερό είναι η μόνη συνηθισμένη ουσία που βρίσκεται (στη φύση του πλανήτη μας) και στις τρεις κοινές καταστάσεις της ύλης και είναι ζωτικό για όλες τις γνωστές μορφές ζωής στη Γη[2]. Το νερό αποτελεί το 55 - 78% του ανθρώπινου σώματος[3].
Το μόριο του νερού αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου (Η) και ένα άτομο οξυγόνου (Ο), που συνδέονται μεταξύ τους με (πολωμένους) ομοιοπολικούς δεσμούς τύπου σ. Έχει χημικό τύπο H2O, αλλά σε μερικές περιπτώσεις χρησιμοποιούνται επίσης και οι τύποι ΗΟΗ και ΟΗ2 (σπανιότερα).
Η σχετική αναλογία μαζών του υδρογόνου και του οξυγόνου είναι 2,016:16,000, δηλαδή περίπου 1:8.[4][5].
To δημώδες όνομα νερό προέρχεται από τη βυζαντινή φράση νεαρόν ὕδωρ το οποίο σήμαινε τρεχούμενο νερό (= νερό που μόλις βγήκε από την πηγή), η οποία με τη σειρά της προέρχεται από την αρχαία ελληνική (και την καθαρεύουσα) φράση νῆρον ὕδωρ για το νερό. Από την αρχαία ονομασία ὕδωρ έχουν προκύψει όλοι οι σχετικοί επιστημονικοί όροι, μεταξύ των οποίων και χημικοί, που χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα, όπως ένυδρο άλας,υδρογόνο (= αυτό που γεννάει νερό), υδράργυρος (= υγρός άργυρος), υδατάνθρακας, ενυδάτωση, αφυδάτωσηκαι υδρόλυση, υδάτινος, υδατοκαλλιέργεια, υδατογραφία, υδατοκομία, υδατοσφαίριση, υδρατμός, υδραυλική,υδροβιότοπος, κ.τ.λ..
Συνήθως με τη μορφή πάγου, υπάρχει και σε άλλα ουράνια σώματα του ηλιακού συστήματος, αλλά και έξω από αυτό.
Είναι απαραίτητο σε όλες τις γνωστές μορφές ζωής[6][7] στον πλανήτη μας. Οι άνθρωποι και τα ζώα έχουν στο σώμα τους 55-78% νερό (κατά βάρος)[8], ενώ φθάνει μέχρι και το 90% εκείνου των κυττάρων.
Πιο συγκεκριμένα, το 96,5% του νερού της Γης βρίσκεται στους ωκεανούς (και τις θάλασσες), 1,7% στα υπόλοιπα επιφανειακά νερά (λίμνες, ποτάμια, έλη, κ.τ.λ.), 1,7% στα παγοκαλύμματα και στις παγωμένες σπηλιές της Ανταρκτικής και της Γροιλανδίας, 0,001% ως υγρασία της ατμόσφαιρας και σε σύννεφα[9][10].
Μόνο το 2,5% του νερού της Γης είναι «γλυκό» και το 98,8% του πόσιμου νερού βρίσκεται στα παγοκαλύμματα και στα υπόγεια ύδατα. Λιγότερο από 0,3% του γλυκού νερού της Γης βρίσκεται σε ποτάμια, λίμνες και στην ατμόσφαιρα, ενώ ακόμα μικρότερο ποσοστό (0,003%) περιέχεται στα σώματα των βιολογικών όντων και σε ανθρώπινης παραγωγής προϊόντα[9].
Το νερό υπάρχει σ' όλους τους (γνωστούς) ζωντανούς οργανισμούς, ζωικούς και φυτικούς[6]. Στις τροφές υπάρχει σε μεγάλο ποσοστό. Το γάλα π.χ. περιέχει 87%, οι πατάτες 78 %, τα αβγά 74 %, τα λαχανικά και ταφρούτα μέχρι 93 % νερό. Στο ανθρώπινο σώμα το νερό περιέχεται σε ποσότητα 70% και στο αίμα 90 %. Μερικές φορές προσκολλάται σε διάφορες χημικές ουσίες και σχηματίζει μ' αυτές ένυδρες ενώσεις, συνήθως κρυσταλλικές, όπως είναι ο ένυδρος θειικός χαλκός, ο γύψος, το θειικό ασβέστιο κ.ά. Το νερό αυτό ονομάζεται«κρυσταλλικό νερό». Άλλοτε πάλι το νερό ενώνεται σταθερά με τα μόρια των χημικών ενώσεων και σχηματίζεται νέα χημική ένωση. Έτσι π.χ. το τριοξείδιο του θείου και το πεντοξείδιο του φωσφόρου ενώνονται με το νερό και δίνουν νέες χημικές ενώσεις, το θειικό οξύ και το φωσφορικό οξύ, αντίστοιχα. Το νερό αυτό ονομάζεται «χημικό» και δεν είναι δυνατό να απομακρυνθεί με απλή θέρμανση όπως το κρυσταλλικό νερό.
Το νερό στη Γη κινείται συνεχόμενα μέσω του «κύκλου του νερού» (μια φυσική ανακύκλωση) που περιλαμβάνει την εξάτμιση (κυρίως των θαλασσών), τη μεταφορά της υγρασίας, τη συμπύκνωση, την κατακρήμνιση (με βροχή,χιόνι, χαλάζι, κ.ά. Δείτε λεπτομέρειες παρακάτω) και την αποστράγγιση με την οποία το μεγαλύτερο ποσοστό επιστρέφει στις θάλασσες. Η εξάτμιση και η μεταφορά υγρασίας συνεισφέρουν στις κατακρημνίσεις πάνω από την ξηρά.
Το ασφαλές πόσιμο νερό είναι ζωτικής σημασίας για τους ανθρώπους και τις άλλες μορφές ζωής. Η πρόσβαση σε ασφαλές πόσιμο νερό έχει βελτιωθεί τις τελευταίες δεκαετίες σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά 1.000.000.000 άνθρωποι ακόμη δεν έχουν πρόσβαση σε ασφαλές πόσιμο νερό και πάνω από 2.500.000.000 έχουν ανεπαρκή πρόσβαση σε αποχέτευση[11].
Υπάρχει μια καθαρή σχέση μεταξύ της πρόσβασης σε ασφαλές πόσιμο νερό και στο ΑΕΠ ανά κάτοικο της κάθε περιοχής[12]. Ωστόσο, κάποιοι παρατηρητές έχουν εκτιμήσει ότι ως το 2025 περισσότερο από το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού θα είναι αντιμέτωπο με προβλήματα που τους κάνουν ευάλωτους εξαιτίας της ποιότητας του νερού στο οποίο έχουν πρόσβαση[13]. Μια πρόσφατη αναφορά (Νοέμβριος 2009) προτείνει ότι μέχρι το 2030σε κάποιες περιοχές του αναπτυσσόμενου κόσμου η ζήτηση νερού θα ξεπεράσει την προσφορά κατά 50%[14]. Το νερό παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια οικονομία, αφού λειτουργεί ως ένας διαλύτης για μια ευρεία ποικιλία χημικών ουσιών και εγκαταστάσεις βιομηχανικής ψύξης και για τις μεταφορές. Το 70% του γλυκού νερού που χρησιμοποιείται από τους ανθρώπους πηγαίνει στην αγροτική παραγωγή[15].
Το νερό μέχρι το 18ο αιώνα θεωρούνταν ως στοιχείο. Πρώτος ο πατέρας της νεότερης χημείας Λαβουαζιέαπέδειξε ότι είναι ένωση του υδρογόνου και του οξυγόνου.
Από το 1992, η 22η Μαρτίου κάθε έτους έχει καθιερωθεί από τη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ως η παγκόσμια μέρα για το νερό.
Πίνακας περιεχομένων
[Απόκρυψη]- 1 Το νερό στο σύμπαν
- 2 Το νερό στην «κατοικήσιμη ζώνη»
- 3 Το νερό στη Γη
- 4 Νερό και ζωή
- 5 Το νερό και ο ανθρώπινος πολιτισμός
- 6 Μορφές του νερού
- 7 Δομή του μορίου
- 8 Φυσικές ιδιότητες
- 9 Φυσικοχημικές και χημικές ιδιότητες
- 10 Άλατα στο νερό και αποσκλήρυνση
- 11 Αναφορές και σημειώσεις
- 12 Δείτε επίσης
- 13 Εξωτερικές συνδέσεις
Το νερό στο σύμπαν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πολύ από το νερό στο σύμπαν παράγεται ως παραπροϊόν του σχηματισμού των άστρων: Όταν τα άστρα γεννιούνται, η γέννησή τους συνδυάζεται με ένα δυνατό προς τα έξω «άνεμο» από αέρια και σκόνη. Όταν αυτή η πλημμύρα ύλης συγκρούεται με τα περιβάλλοντα αέρια, τα ωστικά κύματα που δημιουργούνται συμπιέζονται και θερμαίνουν τα αέρια. Παρατηρήθηκε ότι το νερό (μεταξύ άλλων) παράγεται γρήγορα σε αυτά το πυκνά και θερμά αέρια[16].
Στις 22 Ιουλίου 2011, μια αναφορά περιέγραψε την ανακάλυψη ενός γιγαντιαίου νέφους από υδρατμούς που περιέχει 140 τρισεκατομμύρια φορές την ποσότητα νερού που περιέχουν όλοι οι ωκεανοί της Γης, γύρω από ένα κβάζαρ που βρίσκεται 12 δισεκατομμύρια έτη φωτός από τη Γη. Σύμφωνα με τους ερευνητές η ανακάλυψη δείχνει ότι το νερό είναι παρόν στο σύμπαν, σχεδόν σε όλη του την ύπαρξη[17][18].
Νερό έχει ανιχνευθεί σε διαστρικά νέφη μέσα στο Γαλαξία μας. Το νερό πιθανότατα υπάρχει σε αφθονία και στους άλλους γαλαξίες επίσης, αφού τα συστατικά του,υδρογόνο και οξυγόνο, είναι ανάμεσα στα πιο άφθονα χημικά στοιχεία του σύμπαντος. Τα διαστρικά νέφη τελικά συμπυκνώνονται σε αστρικά νεφελώματα και αστρικά συστήματα όπως το δικό μας.
Υδρατμοί είναι γνωστό ότι είναι παρόντες στα ακόλουθα ουράνια σώματα:
- Ατμόσφαιρα του Ερμή: 3,4% και μεγάλες ποσότητες νερού στην εξώσφαιρα του πλανήτη[19].
- Ατμόσφαιρα της Αφροδίτης: 0,002%.
- Ατμόσφαιρα της Γης: ~0,40% αν υπολογιστεί η συγκέντρωση σε ολόκληρη την ατμόσφαιρα, τυπικά 1-4% κοντά στην επιφάνεια.
- Ατμόσφαιρα του Άρη: 0,03%.
- Ατμόσφαιρα του Δία: 0,0004%.
- Ατμόσφαιρα του Κρόνου: Μόνο σε παγοκρυστάλλους.
- Εγκέλαδος (δορυφόρος του Κρόνου): 91%
- Εξωπλανήτης HD 189733 b[20].
- Εξωπλανήτης HD 209458 b[21].
Υγρό νερό είναι γνωστό ότι είναι παρόν στα ακόλουθα ουράνια σώματα:
- Γη: 70,9% της επιφάνειας.
- Ευρώπη (δορυφόρος του Δία): Σε 100 km βάθος, στον υποεπιφάνειο ωκεανό της.
- Ισχυρές ενδείξεις προτείνουν ότι μάλλον περιέχει υγρό νερό και ο Εγκέλαδος.
Πάγος είναι γνωστό ότι είναι παρόν στα ακόλουθα ουράνια σώματα:
- Γη: Κυρίως στα παγοκαλύμματα.
- Άρης: Πολικά παγοκαλύμματα.
- Σελήνη.
- Τιτάνας (δορυφόρος του Κρόνου).
- Ευρώπη.
- Δακτύλιοι του Κρόνου[22].
- Εγκέλαδος.
- Πλούτωνας[22]
- Χάρων (δορυφόρος του Πλούτωνα)[22].
- Κομήτες.
- Ζώνη του Κάιπερ.
- Νέφος του Όορτ.
Πάγος ενδέχεται να υπάρχει ακόμη στη Δήμητρα και στην Τηθύς (δορυφόρος του Κρόνου). Ακόμη, νερό και άλλες πτητικές ενώσεις αποτελούν πιθανότατα μεγάλο μέρος της εσωτερικής δομής του Ουρανού και του Ποσειδώνα και το νερό στα βαθύτερα στρώματα μπορεί να βρίσκεται στη μορφή «ιονικού ύδατος», στο οποίο τα μόρια νερού διασπώνται σε μια «σούπα» από ιόντα υδρογόνου και οξυγόνου. Ακόμη βαθύτερα μπορεί σχηματίζεται «υπεριονικό νερό», όπου το οξυγόνο κρυσταλλώνεται, αλλά τα ιόντα υδρογόνου ρέουν ελεύθερα μέσα στο κρυσταλλικό πλέγμα του (στερεού) οξυγόνου[23].
Επίσης, πολλά από τα ορυκτά της Σελήνης περιέχουν μόρια νερού. Για παράδειγμα, το 2008 μια εργαστηριακή συσκευή απέσπασε και ταυτοποίησε σωματίδια με μικρές ποσότητες νερού μέσα σε ηφαιστειογενή βράχο, που μεταφέρθηκε από τη Σελήνη στη Γη, από το πλήρωμα του Απόλλων 15 το 1971[24]. Η NASA ανέφερε το2009 την ανίχνευση μορίων νερού από τον Ορυκτολογικό Χαρτογραφητή Σελήνης, πάνω στο διαστημικό σκάφος Chandrayaan-1 του Ινδικού Ερευνητικού Οργανισμού Διαστήματος[25].
Το νερό στην «κατοικήσιμη ζώνη»[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η ύπαρξη υγρού νερού στη Γη είναι ζωτική για τη ζωή, τουλάχιστον με τις μορφές που τη γνωρίζουμε. Η ύπαρξη νερού και στις δυο άλλες φάσεις του είναι επίσης ζωτική, αν και σε ένα μικρότερο βαθμό. Η Γη βρίσκεται στην αποκαλούμενη «κατοικήσιμη ζώνη» του ηλιακού μας συστήματος. Αν ήταν ελαφρώς κοντύτερα ή μακρύτερα από τον Ήλιο, π.χ. κατά 5% ή 8 εκατομμύρια km, οι συνθήκες που επιτρέπουν τη συνύπαρξη νερού και στις τρεις συνηθισμένες φάσεις του θα ήταν πολύ πιο απίθανο να υπάρχουν[26][27].
Η βαρύτητα της Γης της επιτρέπει να κρατήσει μια ατμόσφαιρα. Το νερό και το διοξείδιο του άνθρακα δημιουργούν ένα φαινόμενο του θερμοκηπίου που επιτρέπει τη διατήρηση μιας σχετικά σταθερής επιφανειακής θερμοκρασίας. Αν η Γη ήταν μικρότερη, μια λεπτότερη ατμόσφαιρα θα επέτρεπε τη θερμοκρασία να φθάνει σε ακραία επίπεδα, εμποδίζοντας έτσι τη συγκέντρωση νερού αλλού εκτός από τα πολικά παγοκαλύμματα, όπως π.χ. συμβαίνει στον Άρη.
Η επιφανειακή θερμοκρασία της Γης έχει μείνει σχετικά σταθερή μέσα στο γεωλογικό χρόνο παρά την ποικιλία των επιπέδων της εισερχόμενης ηλιακής ακτινοβολίας, δείχνοντας ότι μια δυναμική διεργασία κυβερνά τη θερμοκρασία της Γης μέσω των αερίων του θερμοκηπίου και την ατμοσφαιρική ή και επιφανειακή ανάκλαση, λόγω λευκότητας. Αυτή η πρόταση είναι γνωστή ως «υπόθεση Γαία» .
Η κατάσταση του νερού σε έναν πλανήτη καθορίζεται από την υπάρχουσα πίεση, που καθορίζεται από την πλανητική βαρύτητα. Αν ένας πλανήτης έχει σχετικά μεγάλη μάζα, το νερό μπορεί να παραμένει στερεό ακόμη και σε υψηλές θερμοκρασίες, εξαιτίας της μεγάλης πίεσης που προκαλεί η αυξημένη βαρύτητα, όπως παρατηρήθηκε στους εξωπλανήτες Γλιες 436 b[28] και Γλιες 1214 b[29].
Υπάρχουν διάφορες θεωρίες σχετικά με την προέλευση του νερού στη Γη.
Το νερό στη Γη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
.
Η υδρολογία είναι η επιστήμη της κίνησης, της κατανομής και της ποιότητας του νερού στη Γη. Ειδικότερα, η μελέτη της κατανομής του επιφανειακού νερού ονομάζεται υδρογραφία. Επίσης, η μελέτη της κατανομής και της κίνησης των υπόγειων υδάτων ονομάζεται υδρογεωλογία, η μελέτη των παγοκαλυμάτωνπαγολογία, η μελέτη των υδάτων της ξηράς λιμνολογίακαι η κατανομή του στους ωκεανούς ωκεανογραφία. Οιοικολογικές διεργασίες της υδρολογίας βρίσκονται στο πεδίο εστίασης της οικοϋδρολογίας.
Η συνολική μάζα του νερού που βρίσκεται στην επιφάνεια του πλανήτη, καθώς και πάνω και κάτω απ' αυτήν ονομάζεται υδρόσφαιρα. Υπολογίστηκε ότι στη Γη το νερό έχει συνολικό όγκο 1.338.000.000 km3[9]. Το υγρό νερό βρίσκεται σε υδάτινα συστήματα, όπως οι ωκεανοί, οι θάλασσες, οι λίμνες, τα ποτάμια, οι χείμαρροι, τα κανάλια, οι υδρόλακκοι, οι υδατοδεξαμενές και τα έλη. Βρίσκεται ακόμη σε υπόγεια αποθέματα.
Το νερό είναι σημαντικό σε πολλές γεωλογικές διεργασίες. Το υπόγειο νερό είναι παρόν και στα περισσότερα πετρώματα και η πίεση που αυτό ασκεί (με την πήξη και τη συνακόλουθη διαστολή του) έχει ως συνέπεια το φαινόμενο της αποσάθρωσης. Το νερό στο μανδύα είναι υπεύθυνο για την έκρηξη που παράγεται από ταηφαίστεια σε ζώνες καταβύθισης. Στην επιφάνεια της Γης, το νερό είναι σημαντικό και για τις φυσικές και για τις χημικές διεργασίες που είναι συνέπεια των καιρικών φαινομένων. Το υγρό νερό, αλλά και ο πάγος, αν και σε λιγότερο, αλλά και πάλι αρκετά σημαντικό βαθμό, ευθύνονται για συχνά μεγάλης κλίμακας μεταφορά υλικών που συμβαίνει στην επιφάνεια του πλανήτη μας. Η απόθεση των μεταφερόμενων φερτών υλικών οδηγεί στο σχηματισμό πολλών τύπων ιζηματογενών πετρωμάτων, που αποτελούν γεωλογικό αρχείο για την καταγραφή της Ιστορίας της Γης.
Κύκλος του νερού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το φυσικό νερό (πηγών, ποταμών κ.λ.π.) δεν είναι καθαρή χημική ένωση. Περιέχει σχεδόν πάντοτε διαλυμένα ανόργανα άλατα, αέρια και άλλες ουσίες, πολλές φορές και οργανικές. Σχηματίζεται από τη συμπύκνωση των υδρατμών που παράγονται από την εξάτμιση του νερού των ποταμών, των λιμνών και των θαλασσών που πέφτει ως βροχή, χιόνι ή χαλάζι.
Το νερό της βροχής διαλύει διάφορα συστατικά της ατμόσφαιρας, π.χ. διοξείδιο του άνθρακα(CΟ2), λίγο οξυγόνο και άζωτο, συμπαρασύρει σκόνη, αιθάλη και άλλες αιωρούμενες ουσίες. Φτάνει στη γη ως αραιότατο οξύ, λόγω του διαλυμένου διοξειδίου του άνθρακα. Για το λόγο αυτόν, το φυσικό νερό διαλύει τα δυσδιάλυτα ανθρακικά άλατα του ασβεστίου και του μαγνησίου και τα μετατρέπει σε ευδιάλυτα όξινα ανθρακικά άλατα των στοιχείων.
Κατά την εξάτμιση του νερού από την επιφάνεια της γης απορροφάται το 30% της ενέργειας του ήλιου που φτάνει στην επιφάνεια της γης με μορφή ακτινοβολίας. Σε αυτό οφείλονταιμετεωρολογικά φαινόμενα όπως τυφώνες και τροπικές καταιγίδες[6].
Επιπλέον το κλίμα μιας περιοχής εξαρτάται από την εγγύτητα σε γεωγραφικές περιοχές νερού αλμυρές ή γλυκές, όσο πιο κοντά είναι μια περιοχή σε νερό τόσο πιο ομαλό είναι το κλίμα εξ' αιτίας της μεγάλης θερμοχωρητικότητας του νερού.
Ο κύκλος του νερού (γνωστός επιστημονικά ως «υδρολογικός κύκλος») αναφέρεται στη συνεχόμενη ανταλλαγή του νερού μέσα στην υδρόσφαιρα, δηλαδή μεταξύ ατμόσφαιρας, επιφανειακού νερού, εδαφικού νερού, υπόγειου νερού και βιόσφαιρας.
Το νερό κινείται αέναα μεταξύ αυτών των περιοχών του υδρολογικού κύκλου που αποτελείται (κυρίως) από τις ακόλουθες μεταφορικές διεργασίες:
- Εξάτμιση του νερού από τις επιφάνειες των ωκεανών, τις υπόλοιπες υδάτινες επιφάνειες αλλά και τη διαπνοή της βιόσφαιρας (φυτά, ζώα, άνθρωποι κ.τ.λ.) στην ατμόσφαιρα.
- Συμπύκνωση (συνήθως) σε σύννεφα που περιέχουν σταγονίδια ή και παγοκρυστάλλους και κατακρήμνιση του νερού από τα σύννεφα (συνήθως) με τις μορφές των διαφόρων μετεωρολογικών φαινομένων.
- Επιστροφή με αποστράγγιση στη θάλασσα, σε άλλες υδάτινες επιφάνειες και στη βιόσφαιρα.
Το μεγαλύτερο ποσοστό του νερού των υδρατμών πάνω από τους ωκεανούς επιστρέφει στους ωκεανούς, αλλά οι άνεμοι μεταφέρουν το υπόλοιπο ποσοστό πάνω από την ξηρά με τον ίδιο ρυθμό με την αποστράγγιση του επιφανειακού ύδατος στη θάλασσα. Ο ρυθμός αυτός εκτιμήθηκε σε 47 τρισεκατομμύρια τόννους ύδατος το χρόνο. Πάνω από την ξηρά, η εξάτμιση υδάτινων επιφανειών της ξηράς και η διαπνοή της βιόσφαιρας συνεισφέρουν (κατ' εκτίμηση) άλλους 72 τρισεκατομμύρια τόννους ύδατος το χρόνο. Συνολικά μια κατακρήμνιση με ρυθμό που εκτιμήθηκε σε 119 τρισεκατομμύρια τόννους ύδατος το χρόνο, συμβαίνει πάνω από την ξηρά. Η κατακρήμνιση αυτή γίνεται με τα διάφορα μετεωρολογικά φαινόμενα. Τα πιο συνηθισμένα από αυτά περιλαμβάνουν τη βροχή, το χιόνι, το χαλάζι, την ομίχλη, τηδροσιά και την πάχνη[30]. Η δροσιά είναι σταγονίδια νερού που συμπυκνώνονται όταν υψηλής συγκέντρωσης υδρατμοί έρθουν απευθείας σε επαφή με ψυχρό έδαφος. Αν το έδαφος είναι πολύ ψυχρό, μπορεί η δροσιά να μετατραπεί σε πάχνη, με την κρυστάλλωση των σταγονιδίων σε μικρούς παγοκρυστάλλους. Η δροσιά και η πάχνη εμφανίζονται συνήθως την αυγή, λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος, οπότε συνήθως η θερμοκρασία του εδάφους είναι η ελάχιστη[31]. Συμπυκνωμένη υγρασία στον αέρα μπορεί επίσης να αναλύσει το ηλιακό φως σχηματίζοντας τοπικά και πρόσκαιρα ουράνιο τόξο.
Ένα ποσοστό των κατακρημνίσεων συσσωρεύεται σε ρυάκια ή και σε χειμάρρους που τελικά ενώνονται σε ποταμούς. Ένα μαθηματικό μοντέλο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προσομοιάσει τη ροή των χειμάρρων και των ποταμών και να υπολογίσει παραμέτρους ποιότητας του ύδατος ονομάζεται «μοντέλο υδρολογικής μεταφοράς». Κάποιο ποσοστό από το νερό των ποταμών διοχετεύεται μέσω της άρδευσης στις αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Ακόμη, τα ποτάμια, οι λίμνες και οι θάλασσες συχνά παρέχουν ευκαιρίες για ταξίδια και εμπόριο. Μέσω της αποσάθρωσης και της διάβρωσης, οι κατακρημνίσεις μεταβάλλουν το σχήμα του περιβάλλοντός μας, σχηματίζοντας κοιλάδες και δέλτα, που παρέχουν εύφορα εδάφη που χρησιμοποιούνται ως πληθυσμιακά κέντρα. Μια πλημμύρα συμβαίνει όταν μια χαμηλή (συνήθως) περιοχή ξηράς καταλαμβάνεται από νερό. Αυτό συχνά συμβαίνει όταν ποτάμια υπερχειλίζουν και πλημμυρίζουν τις γύρω χαμηλές περιοχές, αλλά μερικές φορές και η θάλασσα πλημμυρίζει παράκτιες χαμηλές περιοχές. Μια παρατεταμένη ξηρασία για μήνες ή ακόμη και για χρόνια δημιουργεί σε μια περιοχή έλλειψη στην παροχή νερού. Αυτό συμβαίνει όταν μια περιοχή λαμβάνει για σημαντικό συνεχές χρονικό διάστημα κατακρημνίσεις κάτω από τον αναμενόμενο μέσο όρο.
Αποθήκευση «γλυκού» νερού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κάποιο ποσοστό του βρόχινου νερού παγιδεύεται για κάποιες χρονικές περιόδους, π.χ. σε λίμνες. Σε μεγάλα υψόμετρα, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του χειμώνα, και πολύ βόρεια ή και πολύ νότια, το χιόνι συσσωρεύεται σε παγοκαλύμματα, στρώματα χιονιού και παγετώνες. Επίσης κάποιο νερό διηθείταιαπό το έδαφος και πηγαίνει σε υδροφορείς, δηλαδή υπόγεια αποθέματα νερού. Αυτό το υπεδάφειο νερό αργότερα κυλά πίσω στην επιφάνεια από τις πηγές, ή και πιο θεαματικά, από τις θερμές πηγές και τους θερμοπίδακες. Το υπεδάφειο νερό μπορεί επίσης να εξαχθεί τεχνητά με πηγάδια. Αυτή η αποθήκευση νερού είναι σημαντική, εφόσον το «γλυκό» νερό είναι ζωτικό για τους ανθρώπους και τα υπόλοιπα έμβια όντα της ξηράς. Σε πολλά μέρη του κόσμου, όμως, αυτή η παροχή είναι ανεπαρκής.
Οι υδάτινοι πόροι είναι διαθέσιμες πηγές νερού που είναι χρήσιμες ή εν δυνάμει χρήσιμες για τον άνθρωπο και την οικονομία του. Οι ανθρώπινες χρήσεις νερού περιλαμβάνουν τη γεωργία, τη βιομηχανία, την οικιακή χρήση, την αναψυχή και κάποιες περιβαντοντολογικές δραστηριότητες. Ουσιαστικά όλες οι ανθρώπινες χρήσεις απαιτούν «γλυκό» νερό.
Ωστόσο, το 97% του νερού στη Γη είναι «αλμυρό» νερό, και μόνο το 3% είναι «γλυκό»: Λίγο παραπάνω από τα δύο τρίτα (2/3) αυτού του «γλυκού νερού» βρίσκεται σε παγετώνες και στα πολικά παγοκαλύμματα[32]. Το υπόλοιπο (~1%) βρίσκεται με τη μορφή υγρού «γλυκού» νερού, κυρίως ως υπεδάφειο νερό, και μόνο ένα πολύ μικρό κλάσμα του συνολικού νερού της Γης βρίσκεται στην επιφάνεια του πλανήτη μας ή και στην ατμόσφαιρά του[33].
Με το όρο γλυκό ύδωρ χαρακτηρίζεται σε αντίθεση προς τη θάλασσα κάθε υδάτινη έκταση με γλυκό νερό π.χ. λίμνες, ποταμοί. Για την περίπτωση αυτή έχει ορισθεί ειδική γραμμή φόρτωσης πλοίου (μέγιστου δυνατού φορτίου) που ονομάζεται γραμμή φόρτωσης γλυκέων υδάτων (fresh water line). Επίσης στα πλοία, χαρακτηρίζεται γλυκό νερό το νερό που τοποθετείται στις δεξαμενές γλυκέος ύδατος (fresh water tanks) για διάφορες χρήσεις. Το πόσιμο νερό πρέπει να είναι διαυγές, άχρωμο, άοσμο, δροσερό (θερμοκρασίας 7 - 11 βαθμών Κελσίου). Πρέπει να περιέχει μικρή ποσότητα ανόργανων αλάτων (0,5 g/L), γιατί το καθαρό νερό χωρίς διαλυμένα άλατα είναι βλαβερό για τον οργανισμό, εξαιτίας της μεγάλης διαπιδυτότητας των κυττάρων. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο τα θαλασσινά ψάρια πεθαίνουν όταν μεταφερθούν σε γλυκό νερό και ψάρια του γλυκού νερού πεθαίνουν αμέσως μόλις τοποθετηθούν μέσα σε αποσταγμένο νερό, γιατί καταστρέφονται τα ερυθρά αιμοσφαίρια (αιμόλυση). Το πόσιμο νερό περιέχει διαλυμένο οξυγόνο, άζωτο, διοξείδιο του άνθρακα, ελάχιστα ίχνη οργανικών ουσιών, καθώς και ίχνη φυτικών μικροοργανισμών. Το πόσιμο νερό πρέπει να εξετάζεται φυσικά (θερμοκρασία, διαύγεια, γεύση, οσμή), χημικώς (ποιοτικός και ποσοτικός έλεγχος ουσιών, σκληρομετρία), μικροσκοπικά (έρευνα μικροοργανισμών), βακτηριολογικά (καλλιέργεια των μικροβίων του νερού) και τοπογραφικά (θέση πηγής, διαδρομής του νερού).
Το πρόβλημα της λειψυδρίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το «γλυκό νερό» είναι ένας ανανεώσιμος πόρος, αλλά παρόλα αυτά η παγκόσμια προμήθεια καθαρού «γλυκού» νερού σταθερά μειώνεται[34]. Η ζήτηση νερού ήδη ξεπερνά την προσφορά σε πολλά μέρη του κόσμου, καθώς ο παγκόσμιος πληθυσμός συνεχίζει να αυξάνεται, και επομένως το ίδιο και η παγκόσμια ζήτηση νερού. Η εγρήγορση για την παγκόσμιας σημασίας διατήρησης νερού για την εξυπηρέτηση οικοσυστημάτων έχει μόλις πρόσφατα αρχίσει να αναπτύσσεται, συγκεκριμένα κατά τον 20ό αιώνα, και πάνω από τους μισούς υγρότοπους της Γης έχουν (δυστυχώς) χαθεί για τις πολύτιμες οικολογικές τους υπηρεσίες. Το νομικό πλαίσιο για την κατανομή των υδάτινων πόρων στους χρήστες νερού (όπου ένα τέτοιο πλαίσιο υπάρχει) είναι γνωστό ως «δικαιώματα στο νερό» (water rights).
Εξαιτίας της ραγδαίας αύξησης του πληθυσμού της Γης, της μαζικής κατανάλωσης, της κατάχρησης των φυσικών πόρων, της ρύπανσης και μόλυνσης του νερού η διαθεσιμότητα του πόσιμου νερού δεν επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες της σύγχρονης εποχής και διαρκώς μειώνεται. Για αυτό το λόγο, το νερό αποτελεί στρατηγικής σημασίας αγαθό σε όλην την υφήλιο και άρχισε ήδη να αποτελεί αιτία για πολλές πολιτικές διενέξεις. Πολλοί έχουν προβλέψει ότι το καθαρό νερό θα γίνει το πετρέλαιο του μέλλοντος καθιστώντας τον Καναδά, με τα πλεονάζοντα αποθέματα «γλυκού» νερού, την πιο πλούσια χώρα του πλανήτη. Σύμφωνα με την έρευνα της UNESCO που πραγματοποιήθηκε το 2003 για τα παγκόσμια αποθέματα νερού, υπολογίζεται ότι στα επόμενα 20 χρόνια η ποσότητα του νερού που αναλογεί στον καθένα προβλέπεται να μειωθεί κατά 30%.
Σήμερα ένα ποσοστό 40% από τους ανθρώπους που ζουν στη γη δεν έχει επαρκές νερό ακόμα και για υποτυπώδη υγιεινή. Περισσότεροι από 2,2 εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν το 2000 από ασθένειες που σχετίζονται με την κατανάλωση μολυσμένου νερού, ή με ξηρασία. Το 2004, σε μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε από τη φιλανθρωπική οργάνωση WaterAid αναφέρεται ότι στη Βρετανία ένα παιδί πεθαίνει κάθε 15 δευτερόλεπτα από ασθένειες που σχετίζονται με το μολυσμένο νερό. Το πόσιμο νερό (τώρα πολυτιμότερο από κάθε άλλη φορά στην ιστορία λόγω της εντατικής χρησιμοποίησης του στη γεωργία, στη σύγχρονή βιομηχανία και στην παραγωγή ενέργειας) χρειάζεται καλύτερη διαχείριση και λογική χρήση εάν δεν επιθυμούμε να ζήσουμε τραγικές καταστάσεις στο μέλλον.
Ιαματικές πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το νερό της βροχής μερικές φορές διεισδύει μέσα στο έδαφος και γίνεται θερμότερο, γι' αυτόν το λόγο διαλύει περισσότερες στερεές ουσίες με τις οποίες έρχεται σε επαφή. Το νερό αυτό βγαίνει στην επιφάνεια και σχηματίζει πηγές που λέγονται "θερμές πηγές" ή "μεταλλικές" ή "ιαματικές". Ανάλογα με τις ουσίες που είναι διαλυμένες στο νερό, οι θερμές πηγές διακρίνονται σε διάφορες κατηγορίες, όπως σε "οξυανθρακικές" (Νιγρίτα, Σουρωτή), που περιέχουν διοξείδιο του άνθρακα, "θειούχες" ( Λαγκαδάς, Σέδες, Σιδηρόκαστρο), που περιέχουν υδρόθειο και άλλα θειούχα άλατα, "αλκαλικές" (Λουτράκι, Αιδηψός), που περιέχουν όξινο ανθρακικό νάτριο ή λίθιο, "πικρές", που περιέχουν θειικό μαγνήσιο, θειικό νάτριο, "σιδηρούχες" και τέλος "ραδιενεργές", λόγω των ραδιενεργών αερίων που περιέχουν. ΟιΙαματικές πηγές εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην πόλη Σπα του Βελγίου.
Το θαλάσσιο νερό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το θαλάσσιο νερό περιέχει κατά μέσο όρο 3,5% χλωριούχο νάτριο συν μικρότερα ποσοστά άλλων διαλυμένων ουσιών. Οι φυσικές ιδιότητες του θαλάσσιου νερού διαφέρουν (λίγο) από τις ιδιότητες του «γλυκού» νερού, με κάποιες αξιόλογες επιπτώσεις. Για παράδειγμα, παγώνει σε χαμηλότερη θερμοκρασία (περίπου στους -1,9 °C) και η πυκνότητά του αυξάνεται με τη μείωση της θερμοκρασίας ως το σημείο τήξης του, αντί να φθάνει στη μέγιστη πυκνότητά του γύρω στους 4 °C. Ηαλμυρότητα του θαλάσσιου νερού κυμαίνεται σημαντικά, από περίπου 0,7%, στη Βαλτική Θάλασσα, ως περίπου 4,0%, στην Ερυθρά Θάλασσα.
Το φαινόμενο της παλίρροιας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι παλίρροιες είναι ένας περιοδικός κύκλος ανόδου (πλημμυρίδα) και καθόδου (άμπωτη) του τοπικού επιπέδου της θαλάσσιας επιφάνειας, η οποία προκαλείται από τις παλιρροιακές (βαρυτικές ουσιαστικά) δυνάμεις τηςΣελήνης και του Ήλιου πάνω στο νερό των ωκεανών. Οι παλίρροιες προκαλούν προσωρινές αλλαγές στο θαλάσσιο βάθος και δημιουργούν παλιρροιακά ρεύματα, όπως π.χ. στον Πορθμό του Ευρίπου. Η αλλαγή της παλίρροιας προκαλείται ως συνέπεια της αλλαγής της θέσης Σελήνης και Ήλιου σε σχέση με τη Γη, σε συνδυασμό με την περιστροφή του πλανήτη, αλλά και την τοπική βαθυμετρία. Η απογύμνωση της παραλίας που βυθίζεται κατά την πλημμυρίδα και αποκαλύπτεται κατά την άμπωτη, είναι το αποτέλεσμα της θέσης της παλιρροιακής ζώνης και αποτελεί ένα σημαντικό οικολογικό παράγωγο της θαλάσσιας παλίρροιας.
Νερό και ζωή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η σημασία του βιολογικού ρόλου του νερού καθίσταται εμφανής αν υπολογίσει κανείς ότι στο εσωτερικό περιβάλλον των κυττάρων το νερό καταλαμβάνει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό της κατά βάρος σύστασής των, που μπορεί να μην είναι το ίδιο σε όλα τα κύτταρα, και που κυμαίνεται μεταξύ 70 και 90%. Και ακόμη ότι το μεσοκυττάριο υγρόαποτελεί το υδατικό περιβάλλον που αναπτύσσονται τα κύτταρα των πολυκύτταρων οργανισμών.
Από μια βιολογική σκοπιά, το νερό περιέχει πολλές ιδιότητες που είναι κρίσιμες για τη διατήρηση της ζωής (τουλάχιστον όπως αυτή είναι γνωστή στη Γη), γεγονός που το ξεχωρίζει από άλλες ουσίες. Οι σημαντικότεροι λόγοι που καθιστούν το νερό τόσο απαραίτητο στοιχείο της ζωή είναι ακριβώς οι φυσικοχημικές του ιδιότητες που αποτελούν απόρροια της πολικότητάς του και της ικανότητας των μορίων του να συνδέονται μεταξύ τους με δεσμούς υδρογόνου. Αναλυτικότερα οι φυσικοχημικές του αυτές ιδιότητες είναι:
- Η μεγάλη διαλυτική του ικανότητα.
- Η μεγάλη αντίσταση σε θερμικές μεταβολές, (μεγαλύτερη θερμοχωρητικότητα από κάθε υγρό).
- Η ανάπτυξη ισχυρών δυνάμεων συνοχής και συνάφειας.
- Η μεγαλύτερη πυκνότητά του σε υγρή μορφή απ΄ ότι σε στερεή.
- Η αντιστρεπτή διάσταση του νερού σε κατιόντα υδρογόνου και ανιόντα υδροξυλίου, γεγονός που το καθιστά έναν αμφολύτη.
Πραγματοποιεί τις παραπάνω ιδιότητες ώστε να ασκήσει επιτυχώς τον καθοριστικό για ζωή ρόλο του, επιτρέποντας σε οργανικές ενώσεις να αντιδρούν με τρόπους που τελικά επιτρέπουν την επανάληψη. Όλες οι γνωστές μορφές ζωής εξαρτώνται από το νερό. Το νερό είναι ζωτικό πρώτα απ' όλα ως διαλύτης, στον οποίο πολλές σημαντικές για τη ζωή ουσίες διαλύονται, αφού περισσότερες χημικές ουσίες που παρατηρούνται στο εσωτερικό των κυττάρων είναι ευδιάλυτες στο νερό, Το γεγονός αυτό επιτρέπει στις διαλυμένες ουσίες την εύκολη μετακίνησή τους από το ένα σημείο του οργανισμού, ή και του κυττάρου ειδικότερα, σε άλλο και κατά συνέπεια την επαφή τους και την εξ αυτής πραγματοποίηση των χημικών αντιδράσεων μέσα στο κύτταρο. Είναι επίσης χρήσιμο και ως ενεργό συστατικό που παίρνει μέρος σε πολλές και ζωτικές μεταβολικές διεργασίες. Ο μεταβολισμός αποτελεί το άθροισμα του αναβολισμού και του καταβολισμού. Στον αναβολισμό, το νερό αποσπάται από τα μόρια (μέσω χημικών αντιδράσεων που απαιτούν την παρουσία ενζύμων) με σκοπό να οικοδομηθούν μεγαλύτερα μόρια, όπως το άμυλο, τογλυκογόνο, η κυτταρίνη, τα τριγλυκερίδια και οι πρωτεΐνες, με σκοπό να κατασκευαστούν δομικά υλικά ή και να αποθηκευθούν βιολογικά καύσιμα ή και πληροφορίες. Ο καταβολισμός είναι ο αντίστροφος βιολογικός μηχανισμός κατά τον οποίο μεγαλύτερα μόρια υδρολύονται σε μικρότερα, όπως γλυκόζη, γλυκερίνη, λιπαρά οξέα καιαμινοξέα, για να χρησιμοποιηθούν ως πρώτη ύλη για νέο αναβολισμό ή και την παραγωγή ενέργειας για τις ανάγκες του οργανισμού. Χωρίς το νερό καμμιά από τις δυο αυτές μεταβολικές διεργασίες δεν θα μπορούσε να υπάρχει (με τα παρόντα δεδομένα, τουλάχιστον).
Το νερό είναι θεμελιώδες για τη φωτοσύνθεση και την κυτταρική αναπνοή. Τα φωτοσυνθετικά κύτταρα χρησιμοποιούν την ηλιακή ενέργεια για να διαχωρίσουν το υδρογόνο του νερού από το οξυγόνο. Το υδρογόνο στη συνέχεια συνδυάζεται με το διοξείδιο του άνθρακα (που απορροφάται από τον ατμοσφαιρικό αέρα ή το νερό), για να συντεθεί γλυκόζη και να ελευθερωθεί και άλλο οξυγόνο. Από την άλλη, όλα τα ζωντανά κύτταρα μπορούν να χρησιμοποιήσουν τέτοια βιολογικά καύσιμα (όπως η γλυκόζη), για να οξειδώσει το υδρογόνο τους σε νερό και τον άνθρακά τους σε διοξείδιο του άνθρακα, και να αξιοποιήσουν έτσι έμμεσα την ηλιακή ενέργεια που είχε αποθηκευθεί σ' αυτά κατά τη φωτοσύνθεση. Το φαινόμενο του καταβολισμού βιολογικών καυσίμων στα κύτταρα για την παραγωγή ενέργειας ονομάζεται κυτταρική αναπνοή.
Το νερό είναι επίσης κεντρικό συστατικό για τη διατήρηση της οξεοβασικής ουδετερότητας και άρα της ενζυμικής λειτουργικότητας. Ένα οξύ είναι ένας δότης υδρογονοκατιόντων (H+) και μπορεί να εξουδετερωθεί από μια βάση, που είναι ένας δέκτης πρωτονίων, όπως π.χ. το ανιόν υδροξυλίου (OH-). Η εξουδετέρωση αυτή παράγει νερό. Το νερό θεωρείται ουδέτερο, αφού είναι ο ορισμός και το μέτρο της ουδετερότητας. Το pH του (καθαρού) νερού είναι 7. Τα οξέα δίνουν pH<7 και οι βάσεις δίνουν pH > 7.
Ακόμη, όταν παγώνει μια κοιλότητα με νερό ο πάγος επιπλέει προστατεύοντας την κοιλότητα από περαιτέρω ψύξη[6].
Το νερό ως θρεπτικό συστατικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το νερό θεωρείται το πλέον σημαντικό και αναντικατάστατο θρεπτικό συστατικό για τον άνθρωπο[35][36][37] . Αδυναμία επαρκούς πρόσληψης οδηγεί πολύ γρήγορα σε σημαντικές βλάβες. Ήδη σε 2 με 4 μέρες, ο οργανισμός αδυνατεί να αποβάλει τις ουσίες που κανονικά θα έπρεπε με τα ούρα (ουρία, ουρικό οξύ, κρεατινίνη κ.α.) και οδηγείται τελικά σε υπογλυκαιμία.
Το ισοζύγιο ύδατος προσδιορίζεται από το αλγεβρικό άθροισμα των ποσοτήτων νερού που προσλαμβάνει και αποβάλει ένας άνθρωπος σε ημερήσια βάση. Σε γενικές γραμμές προσλαμβάνει νερό από τα διάφορα ποτά που καταναλώνει καθώς και από τις στερεές τροφές που προσλαμβάνει. Θετική συμμετοχή στο ισοζύγιο ύδατος έχει επίσης το νερό οξείδωσης (νερό που παράγεται στον οργανισμό από τις μεταβολικές του αντιδράσεις). Στον αντίποδα, οι αρνητικές συνιστώσες του ισοζυγίου (σε φθίνουσα σειρά) είναι το νερό που αποβάλλεται με τα ούρα, τα κόπρανα, το νερό που αποβάλλεται από το δέρμα και τέλος η ποσότητα που αποβάλλεται από τους πνεύμονες[38].
πρόσληψη νερού | mL | αποβολή νερού | mL |
---|---|---|---|
ποτά | 1.440 | ούρα | 1.440 |
στερεά τροφή | 875 | κόπρανα | 160 |
νερό οξείδωσης | 335 | δέρμα | 550 |
πνεύμονες | 500 | ||
Σύνολο | 2.650 | Σύνολο | 2.650 |
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) η ελάχιστη κατανάλωση νερού που μπορεί να εξασφαλίσει την από την τελευταία ισχυριζόμενη επίδραση υγείας του νερού είναι τα 2.0L την ημέρα. Το σημαντικό στον ισχυρισμό της EFSA είναι η σημείωση ότι τέτοια κατανάλωση μπορεί να επιτευχθεί εύκολα με μία ισορροπημένη διατροφή [39].[40]
Υδρόβιες μορφές ζωής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τα επιφανειακά νερά της Γης είναι γεμάτα με μορφές ζωής. Οι πρώτες μορφές ζωής εμφανίστηκαν στο νερό και σχεδόν όλα τα ψάρια ζουν αποκλειστικά μέσα στο νερό, όπως και αρκετά είδη θαλάσσιων θηλαστικών, όπως τα δελφίνια και οι φάλαινες. Κάποια είδη ζώων, όπως τα αμφίβια, ζουν κάποια διαστήματα της ζωής τους στο νερό και κάποια άλλα στην ξηρά. Κάποια φυτά, όπως φαιοφύκη και άλγες αναπτύσσονται μέσα στο νερό και είναι η βάση των υποβρύχιων οικοσυστημάτων. Το πλαγκτόν είναι γενικά η βάση της ωκεάνιας τροφικής αλυσίδας.
Τα υδρόβια σπονδυλωτά πρέπει να λαμβάνουν οξυγόνο για να επιβιώνουν και το κάνουν με διάφορους τρόπους. Τα ψάρια έχουν βράγχια αντί πνεύμονες, αν και υπάρχουν κάποια είδη ψαριών, όπως ο δίπνευστος, που έχουν και τα δυο όργανα. Τα θαλάσσια θηλαστικά, όπως ταδελφίνια, οι φάλαινες, οι βίδρες και οι φώκιες αναδύονται κατά διαστήματα στην επιφάνεια για να αναπνεύσουν. Κάποια αμφίβια μπορούν να απορροφήσουν οξυγόνο μέσα από το δέρμα τους. Τα ασπόνδυλα επίσης αξιοποιούν ένα μεγάλο εύρος τροποποιήσεων για να επιβιώνουν σε φτωχά οξυγονωμένα ύδατα. Οι τροποποιήσεις αυτές περιλαμβάνουν αναπνευστήρες (π.χ.έντομα και μαλάκια) και βράγχια (καρκινοειδή). Ωστόσο, καθώς τα ασπόνδυλα εξελίχθηκαν σε περισσότερο σε υδάτινα οικοσυστήματα, έχουν μικρή ή καθόλου εξειδίκευση στον τρόπο αναπνοής μέσα στο νερό.
Το νερό και ο ανθρώπινος πολιτισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο ανθρώπινος πολιτισμός ιστορικά άνθησε γύρω από ποτάμια, λίμνες και άλλους κύριους υδάτινους δρόμους, για ευνόητους λόγους, με πιο σημαντικά παραδείγματα:
- Ο πολιτισμός της Μεσοποταμίας, όπως ακριβώς δηλώνει και το όνομα της περιοχής, αναπτύχθηκε ανάμεσα και γύρω από τους ποταμούς Τίγρη και Ευφράτη.
- Ο πολιτισμός της Αρχαίας Αιγύπτου, βασιζόταν αποκλειστικά στο «θεϊκό» ποταμό Νείλο.
- Ο πολιτισμός της Αρχαίας Ινδίας, αναπτύχθηκε κυρίως γύρω από τους «ιερούς» ποταμούς της, όπως ο Γάγγης, καθώς και στα παράλια της χώρας.
- Ο πολιτισμός της Αρχαίας Κίνας, αναπτύχθηκε επίσης γύρω από τους ποταμούς της, όπως ο Κίτρινος Ποταμός, καθώς και στα παράλια της χώρας.
- Ο πολιτισμός της Αρχαίας Ελλάδας, και πάλι αναπτύχθηκε κυρίως γύρω από τους, μικρότερους έστω, ποταμούς της, αν και από νωρίς φαίνεται ότι έδωσε έμφαση στη θαλάσσια οικονομία και εμπόριο.
Αλλά και μέχρι σήμερα, οι περισσότερες από τις μεγαλύτερες μητροπόλεις του κόσμου, όπως για παράδειγμα, το Ρόττερνταμ, το Λονδίνο, το Μόντρεαλ, το Παρίσι, ηΝέα Υόρκη, το Μπουένος Άιρες, η Σαγκάη, το Τόκυο, το Σικάγο, το Χονγκ Κονγκ, και άλλες, χρωστάνε την επιτυχία τους σε μεγάλο ποσοστό στην εύκολη πρόσβασή τους, μέσω του νερού, στην επακόλουθη επέκταση του εμπορίου της. Ακόμη και πόλεις σε νησιά με ασφαλή λιμάνια, όπως π.χ. η Σιγκαπούρη, έχουν ανθίσει για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Σε μέρη όπως η Βόρεια Αφρική και η Μέση Ανατολή, όπου η το νερό είναι πιο δύσκολα διαθέσιμο, η πρόσβαση στο υπάρχον καθαρό «πόσιμο νερό» είναι ένας κύριος παράγοντας ανθρώπινης ανάπτυξης.
Μορφές του νερού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Όπως και πολλές άλλες ουσίες, το νερό μπορεί να πάρει μέρος σε πολλές μορφές, που γενικά χαρακτηρίζονται από την κατάσταση της ύλης στην οποία βρίσκονται. Η υγρή φάση είναι η πιο συνηθισμένη του νερού στη Γη (βασικά στην επιφάνεια και στην ατμόσφαιρα). Ουσιαστικά, αυτή είναι η κατάσταση που εννοεί στην καθομιλουμένη η λέξη «νερό». Η στερεή φάση του νερού είναι γνωστή ως «πάγος» και συνήθως παίρνει τη δομή σκληρών αμαγαλματικών κρυστάλλων, όπως οι κύβοι πάγου, ή χαλαρά συνδεδεμένων εύθραυστων κρυστάλλων, όπως στο χιόνι. Η αέρια φάση του νερού είναι γνωστή ως «υδρατμός» και προϋποθέτει τη δομή ενός διαφανούς νέφους. Σημειώστε ότι όταν θεωρείται ότι οι υδρατμοί γίνονται ορατοί, όπως π.χ. στα νέφη, το νερό δε βρίσκεται πια στην αέρια κατάσταση, αλλά στη μορφή υγρών σταγονιδίων ή και στερεών κρυστάλλων που αιωρούνται στον αέρα. Η τέταρτη κατάσταση στην οποία είναι δυνατό να βρεθεί το νερό, αν και σπανίως αφού δεν ανήκει στις κοινές, είναι αυτή του υπερκρίσιμου υγρού (supercritical liquid). Αυτό συμβαίνει όταν το νερό πετύχει να βρίσκεται ταυτόχρονα στην (ή και σε θερμοκρασία πάνω από την) κρίσιμη θερμοκρασία του (647 Κ, δηλαδή 373,84°C) και υπό την (ή υπό πίεση μεγαλύτερη από την) κρίσιμη πίεσή του (22,064 MPa, δηλαδή περίπου 217,755 atm). Σε αυτές τις συνθήκες η υγρή και η αέρια φάση συνενώνονται σε μια ιδιόμορφη ομογενή ρευστή φάση που διαθέτει ταυτόχρονα ιδιότητες που αντιστοιχούν σε αέρια και υγρά. Ένα παράδειγμα τέτοιας κατάστασης για το νερό στη φύση είναι τα θερμότερα στρώματα νερού σε μεγάλα βάθη, κοντά σε υποθαλάσσια ρεύματα, υποθαλάσσιες υδροθερμικές πηγές ή υποθαλάσσια ενεργά ηφαίστεια. Γενικά οπουδήποτε υπάρχει νερό σε θερμοκρασία ίση ή μεγαλύτερη από 647 Κ και βάθος ίσο ή μεγαλύτερο από 2.250 m, βρίσκεται στην κατάσταση υπερκρίσιμου υγρού[41]. Το νερό επίσης υπάρχει και στην κατάστασηυγρού κρυστάλλου, κοντά σε υδρόφιλες επιφάνειες άλλων ουσιών[42][43].
Το φυσικό νερό περιέχει σχεδόν αποκλειστικά νερό που περιέχει πρώτιο υδρογόνο (1H). Μόνο 155 ppm (μέρη ανά εκατομμύριο) του νερού περιέχει δευτέριο (2H ή D) και λιγότερο από 20 μέρη ανά πεντάκις εκατομμύριο περιέχει τρίτιο (3H ή T).
Ελαφρύ ύδωρ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο όρος «ελαφρύ ύδωρ» (Light water ή DDW, Deuterium-Depleted Water) αναφέρεται σε νερό που περιέχει δευτέριο σε μικρότερη συγκέντρωση από τη θεωρούμενη ως πρότυπη, δηλαδή μικρότερη από 155 ppm. Βρέθηκε ότι είναι ωφέλιμο βελτιώνοντας τους δείκτες επιβιωσιμότητας σε ποντίκια με καρκίνο[44] και σε ανθρώπους που υφίστανται χημειοθεραπεία[45].
Βαρύ ύδωρ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο όρος «βαρύ ύδωρ» (Heavy water) αναφέρεται σε νερό που περιέχει δευτέριο σε μεγαλύτερη συγκέντρωση από τη θεωρούμενη ως πρότυπη, δηλαδή μεγαλύτερη από 155 ppm, δηλαδή ως και 100%. Η χημική του συμπεριφορά είναι παρόμοια με του κοινού νερού. Επειδή όμως το δευτέριο έχει διπλάσια ατομική μάζα από το πρώτιο δημιουργούνται αξιοσημείωτες διαφορές στις δεσμικές ενέργειες. Επειδή τα μόρια του νερού ανταλλάσσουν τα ισότοπα που περιέχουν, το οξείδιο υδρογόνου-δευτερίου (DOH) είναι συνήθως πιο άφθονο από το οξείδιο του διδευτερίου (D2O). Οι άνθρωποι είναι γενικά ανίκανοι να αντιληφθούν τη διαφορά με την αίσθηση της γεύσης[46], αλλά μερικές φορές αναφέρουν ένα καυστικό αίσθημα[47] ή γλυκό άρωμα[48]. Τα ποντίκια ωστόσο είναι ικανά να αποφύγουν το βαρύ ύδωρ με την αίσθηση της οσμής[49]. Είναι τοξικό για αρκετά ζώα[49]. Χρησιμοποιείται ως επιβραδυντικό σε πυρηνικούς αντιδραστήρες, αν και είναι γνωστοί και οι αποκαλούμενοι «πυρηνικοί αντιδραστήρες ελαφρού ύδατος», που όμως εννοούν το κοινό νερό και όχι το παραπάνω περιγραφόμενο «ελαφρύ».
Το βαρύ ύδωρ παρασκευάζεται με εξαντλητική ηλεκτρόλυση υδατικών διαλυμάτων αλκαλίων, γιατί ηλεκτρολύεται κατά προτίμηση το κοινό νερό και συνεπώς, τα υπολείμματα της ηλεκτρόλυσης του νερού εμπλουτίζονται σταδιακά σε βαρύ νερό.
Ο όρος «καθαρό βαρύ ύδωρ» αναφέρεται σε 100% D2O.
Υπερβαρύ ύδωρ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο όρος «υπερβαρύ ύδωρ» αναφέρεται σε νερό που περιέχει τρίτιο σε συγκέντρωση μεγαλύτερη από την θεωρούμενη ως πρότυπη, δηλαδή μεγαλύτερη από 20 μέρη ανά πεντάκις εκατομμύριο.
Ο όρος «καθαρό υπερβαρύ ύδωρ» αναφέρεται σε 100% T2O.
Δομή του μορίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το μόριο του νερού δεν είναι γραμμικό, δηλαδή οι δεσμοί Ο-Η δε βρίσκονται πάνω στην ίδια ευθεία, αλλά σχηματίζουν γωνία 104,5°. Το μήκος του δεσμού Ο-Η είναι 0,96 Å (Άνγκστρομ, 1 Å = 10−8 cm). Λόγω της γωνιακής διάταξης του δεσμού Ο-Η, το μόριο του νερού είναι ασύμμετρο και έχει υψηλή διπολική ροπή. Το κέντρο του θετικού φορτίουβρίσκεται προς την πλευρά του υδρογόνου και του αρνητικού προς την πλευρά του οξυγόνου. Ο υψηλός πολικός χαρακτήρας του μορίου εξηγεί τη μεγάλη του διηλεκτρική σταθερά (78 στους 25°C) και άλλες ιδιότητες αυτού, όπως είναι η διάλυση ιοντικών ενώσεων, ιδιότητα που το καθιστά το καλύτερο διαλυτικό μέσο.
Το νερό παρουσιάζει έντονα το φαινόμενο της σύζευξης, με τη δημιουργία μεταξύ των μορίων του δεσμών υδρογόνου. Τα μόρια δηλαδή του νερού σχηματίζουν γέφυρες μεταξύ του ηλεκτροθετικού υδρογόνου ενός μορίου και του ηλεκτραρνητικού οξυγόνου άλλου μορίου.
Δεσμοί υδρογόνου μεταξύ των μορίων του νερού εξακολουθούν να υπάρχουν και σε υψηλή σχετικά θερμοκρασία, όπως το μόλις λιωμένο νερό στο οποίο έχουν σπάσει το 15 % των δεσμών υδρογόνου[6]. Έτσι, στους 25 °C ο αριθμός των δεσμών υδρογόνου μεταξύ των μορίων του νερού έχει τέτοια τιμή, ώστε ο στοιχειομετρικός τύπος του, στους 25 °C, δεν είναι ο γνωστός H2O, αλλά H180O90. Αυτοί οι σχηματισμοί είναι αποτέλεσμα των δεσμών υδρογόνου και ονομάζονται παγοειδή συγκροτήματα, ενώ το μοντέλο που περιγράφει τη συμπεριφορά του νερού με αυτόν τον τρόπο ονομάζεταιταλαντευόμενο συγκρότημα[6].
Φυσικές ιδιότητες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το νερό είναι υγρό, διαυγές, άχρωμο σε λεπτά στρώματα, κυανίζον σε μεγάλους όγκους. Η καθαρή ουσία είναι άγευστη, ενώ το καλό πόσιμο νερό έχει ευχάριστη γεύση, που οφείλεται στα διαλυμένα άλατα και αέρια. Η πυκνότητα του νερού είναι διαφορετική σε διάφορες θερμοκρασίες, με μέγιστη στους 4 °C.
ΠΥΚΝΟΤΗΤΕΣ ΝΕΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΓΟΥ | |
---|---|
Θερμοκρασία σε °C | Πυκνότητα (gr/cm3) |
100 | 0,9586 |
80 | 0,9719 |
60 | 0,9833 |
40 | 0,9923 |
20 | 0,9982 |
10 | 0,9997 |
5 | 0,9999 |
3,98 | 1,0000 |
0 (νερό) | 0,9998 |
0 (πάγος) | 0,9170 |
Από τον πίνακα φαίνεται πως το νερό σε στερεή κατάσταση έχει μικρότερη πυκνότητα απ' ό,τι στην υγρή[6]. Ο όγκος μιας συγκεκριμένης ποσότητας νερού αυξάνεται κατά την ψύξη, γιατί η μοριακή δομή του πάγου στηρίζεται στους δεσμούς υδρογόνου, οι οποίοι συγκρατούν τα μόρια σε θέσεις με αρκετά κενά μεταξύ τους[6]. Αυτό έχει μεγάλη σημασία για τη ζωή στον πλανήτη μας: Οι πάγοι επιπλέουν στο νερό και δρουν ως μονωτικά, εμποδίζοντας το νερό που βρίσκεται από κάτω να παγώσει, μ' όλες τις ευεργετικές συνέπειες στη ζωή του υδρόβιου κόσμου. Χωρίς την "ανωμαλία" αυτή της πυκνότητας του νερού, η ζωή στον πλανήτη μας δε θα υπήρχε, τουλάχιστον με τη σημερινή της μορφή, εξαιτίας της βαθμιαίας ψύξης του νερού της επιφάνειας της Γης.
Η ιδιορρυθμία της πυκνότητας του νερού είναι επίσης και η αιτία της αποσάθρωσης των βράχων. Το νερό που εισέρχεται στις ρωγμές των βράχων στερεοποιείται κατά τη διάρκεια του χειμώνα και προκαλεί την αποσάθρωσή τους. Ακόμα, το σπάσιμο των σωλήνων διανομής του νερού κατά το χειμώνα οφείλεται στην αύξηση του όγκου του νερού κατά τη μετάβαση από την υγρή στη στερεή κατάσταση.
Η ιδιορρυθμία της πυκνότητας του νερού είναι επίσης και η αιτία της αποσάθρωσης των βράχων. Το νερό που εισέρχεται στις ρωγμές των βράχων στερεοποιείται κατά τη διάρκεια του χειμώνα και προκαλεί την αποσάθρωσή τους. Ακόμα, το σπάσιμο των σωλήνων διανομής του νερού κατά το χειμώνα οφείλεται στην αύξηση του όγκου του νερού κατά τη μετάβαση από την υγρή στη στερεή κατάσταση.
Η ανωμαλία αυτή διαρκεί μέχρι τους 4 °C περίπου και έπειτα η συμπεριφορά είναι η γνωστή, όταν η θερμοκρασία αυξάνεται, αυξάνεται και ο όγκος[6].
Το νερό έχει πολύ μεγάλη ειδική θερμότητα (4200J/Kg*°C)(θερμοχωρητικότητα)[6], 1 cal.g−1.°C−1 και γιαυτό χρησιμοποιείται ευρύτατα ως ψυκτικό μέσο και ως φορέας θερμότητας στα καλοριφέρ.
Φυσικοχημικές και χημικές ιδιότητες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το νερό είναι η χημική ένωση με χημικό τύπο H2O, δηλαδή το μόριό του αποτελείται από δύο (2) άτομα υδρογόνου και ένα (1) άτομο οξυγόνου[50]. Το χημικά καθαρό νερό, στις συνηθισμένες συνθήκες, είναι άγευστο και άοσμο υγρό, που εμφανίζεται άχρωμο σε μικρές ποσότητες, αλλά έχει μια πολύ ανοικτογάλανη χροιά σε βαθιά στρώματα. Ο πάγος εμφανίζεται επίσης άχρωμος και οι υδρατμοί είναι αόρατοι, αν βρίσκονται πραγματικά στην αέρια κατάσταση.
Το νερό είναι κυρίως υγρό, τουλάχιστον υπό συνηθισμένες συνθήλες, γεγονός που δεν προβλέπεται από τη σχέση του με άλλα ανάλογα υδρίδια της ομάδας του οξυγόνου του περιοδικού συστήματος, που (αν και βαρύτερα σε μοριακή μάζα) είναι αέρια, όπως το υδρόθειο. Τα χημικά στοιχεία που περιβάλλουν το οξυγόνο στον περιοδικό πίνακα των χημικών στοιχείων είναι το άζωτο, το φθόριο, ο φωσφόρος, το θείο και το χλώριο, Όλα αυτά όταν ενώνονται με το υδρογόνο σχηματίζουν αέριες ενώσεις (πάντα υπό συνηθισμένες συνθήκες).
Το νερό έχει ποικίλη χημική δράση. Σχηματίζει "ενώσεις διά προσθήκης" με πολλά άλατα, καθώς και με πολλά μόρια άλλων ουσιών. Οι ενώσεις αυτές ονομάζονται υδρίτες ή ένυδρες ενώσεις. Οι δυνάμεις που ενώνουν τα μόρια των ουσιών και του νερού είναι:
- Ελκτικές δυνάμεις μεταξύ του θετικού ιόντος του μετάλλου και του αρνητικού οξυγόνου του πολωμένου μορίου του νερού
- Σχηματισμός ημιπολικού δεσμού μεταξύ του ατόμου του οξυγόνου και του ιόντος του μετάλλου με ένα ζεύγος ηλεκτρονίων.
- Σχηματισμός γέφυρας υδρογόνου μεταξύ του μορίου του νερού και της ουσίας.
Άλλος σημαντικός τύπος αντίδρασης του νερού είναι η υδρόλυση (διάσπαση ενώσεων με τη βοήθεια νερού).
Το νερό επιτελεί αντιδράσεις οξειδοαναγωγής, όπου δρα άλλοτε ως οξειδωτικό και άλλοτε ως αναγωγικό μέσο.
Άλατα στο νερό και αποσκλήρυνση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Όλα σχεδόν τα πόσιμα νερά περιέχουν, εκτός από τα όξινα ανθρακικά άλατα, και άλλα που διαλύονται στο νερό, όταν αυτό τα συναντά στο έδαφος, όπως χλωριούχο νάτριο (ΝaCl), θειϊκό ασβέστιο (CaSΟ4), θειϊκό μαγνήσιο (ΜgSΟ4) κ.λ.π. Όταν το νερό περιέχει μεγάλη ποσότητα διαλυμένων αλάτων, λέγεται σκληρό νερό[6]. Το σκληρό νερό είναι ακατάλληλο για την πλύση με σαπούνι, γιατί σχηματίζονται σ' αυτό αδιάλυτοι σάπωνες ασβεστίου και μαγνησίου, δηλ. ελαϊκά, παλμιτικά και στεατικά άλατα ασβεστίου και μαγνησίου που δεν έχουν καμία απορρυπαντική ικανότητα και επιπλέον δε σχηματίζεται καθόλου αφρός σαπουνιού. Το σκληρό νερό προκαλεί διάφορες σοβαρές βιομηχανικές ενοχλήσεις στους ατμολέβητες και αφήνει μετά την εξάτμιση σημαντικές ποσότητες στερεών αποθεμάτων (πουρί).
Παλαιότερα, η αποσκλήρυνση του νερού, η αφαίρεση δηλαδή των όξινων ανθρακικών αλάτων του ασβεστίου και του μαγνησίου, γινόταν χημικώς, αναμειγνύοντας και αναταράζοντας το νερό με γάλα ασβέστου. Μετά την ανατάραξη κατακαθόταν το ευδιάλυτο όξινο ανθρακικό ασβέστιο ως αδιάλυτο ανθρακικό ασβέστιο. Αφηνόταν να καταπέσει το στερεό ανθρακικό ασβέστιο (CaCΟ3) και λαμβανόταν το διαυγές νερό, που ήταν σχεδόν χωρίς σκληρότητα. Άλλωστε στην αντίδραση αυτή οφείλεται ο σχηματισμός των σταλακτιτών (από την οροφή του σπηλαίου) και των σταλαγμιτών (από το δάπεδο).
Εδώ και πολλά χρόνια χρησιμοποιείται η μέθοδος αποσκλήρυνσης με περμουτίτες. Οι περμουτίτες είναι τεχνητοί ζεόλιθοι (ένυδρα πολυπυριτικο - αργιλικά άλατα αλκαλίων, όπως π.χ. ο νατρόλιθος). Το σκληρό νερό αφήνεται να κατέλθει από ένα στενό πύργο γεμάτο με κόκκους περμουτίτη, οπότε τα κατιόντα του ασβεστίου και του μαγνησίου που περιέχονται στο σκληρό νερό ανταλλάσσονται με ισοδύναμη ποσότητα κατιόντων νατρίου από το ζεόλιθο, ενώ τα ανιόντα παραμένουν στο νερό. Η ανταλλαγή αυτή είναι αμφίδρομη, και όταν εξαντληθεί ο ζεόλιθος, δηλ. όταν όλο το νάτριο αντικατασταθεί από ασβέστιο και μαγνήσιο, τότε διαβιβάζεται από τον πύργο διάλυμα χλωριούχου νατρίου, το οποίο εκτοπίζει το ασβέστιο ή το μαγνήσιο που είναι ενωμένο με το ζεόλιθο και έτσι "αναγεννιέται" ο ζεόλιθος.
Πιο σύγχρονη μέθοδος αποσκλήρυνσης του νερού είναι η μέθοδος με ιοναλλαγή[6]. Κατά τη μέθοδο αυτή είναι δυνατό να αφαιρούνται και τα θετικά και τα αρνητικά ιόντα με χρησιμοποίηση κατάλληλων συνθετικών ρητινών από γιγαντιαία οργανικά μόρια[6]. Το νερό αυτό χρησιμοποιείται ως αποσταγμένο.
Αναφορές και σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- ↑ «CIA- The world fact book». Central Intelligence Agency. Ανακτήθηκε στις 2008-12-20.
- ↑ United Nations. Un.org (2005-03-22). Retrieved on 2011-11-22.
- ↑ Utz, Jeffrey. Re: What percentage of the human body is composed of water?, The MadSci Network
- ↑ Henniker, J. C. (1949). "The Depth of the Surface Zone of a Liquid". Reviews of Modern Physics (Reviews of Modern Physics) 21 (2): 322–341. doi:10.1103/RevModPhys.21.322.
- ↑ Pollack, Gerald. "Water Science". University of Washington, Pollack Laboratory. Retrieved 2011-02-05. "Water has three phases – gas, liquid, and solid; but recent findings from our laboratory imply the presence of a surprisingly extensive fourth phase that occurs at interfaces."
- ↑ 6,006,01 6,02 6,03 6,04 6,05 6,06 6,07 6,08 6,09 6,10 6,11 6,12 Ebbing, Darrell D.; Steven D. Gammon. Γενική Χημεία. Νικόλαος Δ. Κλούρας (μετάφραση) (έκτη έκδοση). Αθήνα: Τραυλός. σελ. 539-540. ISBN 960-7990-66-8. Ανακτήθηκε στις 9-1-2010.
- ↑ «United Nations». Un.org. 2005-03-22. Ανακτήθηκε στις 2010-07-25.
- ↑ Re: What percentage of the human body is composed of water? Jeffrey Utz, M.D., The MadSci Network
- ↑ 9,09,1 9,2 Gleick, P.H., επιμ. (1993). Water in Crisis: A Guide to the World's Freshwater Resources. Oxford University Press. σελ. 13, Table 2.1 "Water reserves on the earth".
- ↑ Water Vapor in the Climate System, Special Report, [AGU], December 1995 (linked 4/2007). Vital Water UNEP.
- ↑ «MDG Report 2008». Ανακτήθηκε στις 2010-07-25.
- ↑ "Public Services", Gapminder video
- ↑ Kulshreshtha, S.N (1998). «A Global Outlook for Water Resources to the Year 2025». Water Resources Management 12 (3): 167–184.doi: .
- ↑ «Charting Our Water Future: Economic frameworks to inform decision-making» (PDF). Ανακτήθηκε στις 2010-07-25.
- ↑ Baroni, L. (2007). «Evaluating the environmental impact of various dietary patterns combined with different food production systems». European Journal of Clinical Nutrition 61 (2): 279–286. doi: . PMID17035955.
- ↑ Melnick, Gary, Harvard-Smithsonian Center for Astrophysics and Neufeld, David, Johns Hopkins University quoted in: «Discover of Water Vapor Near Orion Nebula Suggests Possible Origin of H20 in Solar System (sic)». The Harvard University Gazette. April 23, 1998. «Space Cloud Holds Enough Water to Fill Earth's Oceans 1 Million Times». Headlines@Hopkins, JHU. April 9, 1998.«Water, Water Everywhere: Radio telescope finds water is common in universe». The Harvard University Gazette. February 25, 1999.(linked 4/2007)
- ↑ Clavin, Whitney; Buis, Alan (22 July 2011). «Astronomers Find Largest, Most Distant Reservoir of Water». NASA. Ανακτήθηκε στις 2011-07-25.
- ↑ Staff (22 July 2011). «Astronomers Find Largest, Oldest Mass of Water in Universe». Space.com. Ανακτήθηκε στις 2011-07-23.
- ↑ «MESSENGER Scientists 'Astonished' to Find Water in Mercury's Thin Atmosphere». Planetary Society. 2008-07-03. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2008-07-07. Ανακτήθηκε στις 2008-07-05.
- ↑ Water Found on Distant Planet July 12, 2007 By Laura Blue, Time
- ↑ Water Found in Extrasolar Planet's Atmosphere – Space.com
- ↑ 22,022,1 22,2 Sparrow, Giles (2006). The Solar System. Thunder Bay Press.ISBN 1-59223-579-4.
- ↑ Weird water lurking inside giant planets, New Scientist,01 September 2010, Magazine issue 2776.
- ↑ Versteckt in Glasperlen: Auf dem Mond gibt es Wasser – Wissenschaft –Der Spiegel – Nachrichten
- ↑ Water Molecules Found on the Moon, NASA, September 24, 2009
- ↑ Ehlers, E.; Krafft, T, επιμ. (2001). «J. C. I. Dooge. "Integrated Management of Water Resources"». Understanding the Earth System: compartments, processes, and interactions. Springer. σελ. 116.
- ↑ «Habitable Zone». The Encyclopedia of Astrobiology, Astronomy and Spaceflight.
- ↑ Shiga, David (6 May 2007). «Strange alien world made of "hot ice"». New Scientist. Ανακτήθηκε στις 2010-03-28.
- ↑ Aguilar, David A. (16 December 2009). «Astronomers Find Super-Earth Using Amateur, Off-the-Shelf Technology». Harvard-Smithsonian Center for Astrophysics. Ανακτήθηκε στις 2010-03-28.
- ↑ Gleick, P.H., επιμ. (1993). Water in Crisis: A Guide to the World's Freshwater Resources. Oxford University Press. σελ. 15, Table 2.3.
- ↑ Ben-Naim, A. and Ben-Naim, R., P.H. (2011). Alice's Adventures in Water-land. World Scientific Publishing. σελ. 31,http://www.worldscientific.com/worldscibooks/10.1142/8068.
- ↑ «Earth's water distribution». United States Geological Survey. Ανακτήθηκε στις 2009-05-13.
- ↑ «Scientific Facts on Water: State of the Resource». GreenFacts Website. Ανακτήθηκε στις 2008-01-31.
- ↑ Global groundwater use outpaces supply; Measure reveals unsustainable use of world's aquifers August 8th, 2012 Science News
- ↑ doi:10.1038/ejcn.2009.111
- ↑ «Die ernährungsphysiologische Bedeutung von Wasser».
- ↑ Rolfes, Sharon Randy (2006). Understanding Normal and Clinical Nutrition. Thomson Learning, Inc.. σελ. 395. ISBN 978-0-534-62208-4.Πρότυπο:Cite isbn
- ↑ Deutsche Gesellschaft für Ernährung, Österreichische Gesellschaft für Ernährung, Schweizerische Gesellschaft für Ernährungsforschung und Schweizerische Vereinigung für Ernährung., επιμ. (2008). Referenzwerte für die Nährstoffzufuhr. UMSACHAU. σελ. 145-150,.
- ↑ «European Food Safety Authority (EFSA)».
- ↑ «European Hydration Institute (EHI)».
- ↑ 22.064 MPa / ((1 kg * gravity on earth) per liter) = 2.25 km
- ↑ Henniker, J. C. (1949). «The Depth of the Surface Zone of a Liquid». Reviews of Modern Physics (Reviews of Modern Physics) 21 (2): 322–341.doi: .
- ↑ Pollack, Gerald. «Water Science». University of Washington, Pollack Laboratory. Ανακτήθηκε στις 2011-02-05. «Water has three phases – gas, liquid, and solid; but recent findings from our laboratory imply the presence of a surprisingly extensive fourth phase that occurs at interfaces.»
- ↑ Bild, W.; Stefanescu, I.; Haulica, I.; Lupuşoru, C.; Titescu, G.; Iliescu, R.; Natasa, V. (Jul–Dec 1999). «Research Concerning the Radioprotective and Immunostimulating Effects of Deuterium-Depleted Water». Romanian Journal of Physiology 36 (3–4): σελ. 205–218. PMID 11797936. Ανακτήθηκε στις 7 Jan 2011.
- ↑ Krempels, K.; Somlyai, I.; Somlyai, G. (Sept 2008). «A Retrospective Evaluation of the Effects of Deuterium Depleted Water Consumption on 4 Patients with Brain Metastases from Lung Cancer». Integrative Cancer Therapies 7 (3): σελ. 172–81. doi: . PMID 18815148. Ανακτήθηκε στις 7 Jan 2011.
- ↑ Urey, Harold C.; Failla, Gioacchino (15 Mar 1935). «Concerning the Taste of Heavy Water». Science (New York: The Science Press) 81 (2098): σελ. 273.doi: .
- ↑ «Experimenter Drinks 'Heavy Water' at $5,000 a Quart». Popular Science Monthly (New York: Popular Science Publishing) 126 (4): σελ. 17. Apr 1935. Ανακτήθηκε στις 7 Jan 2011.
- ↑ Mue ller, Grover C. (Jun 1937). «Is 'Heavy Water' the Fountain of Youth?».Popular Science Monthly (New York: Popular Science Publishing) 130 (6): σελ. 22–23. Ανακτήθηκε στις 7 Jan 2011.
- ↑ 49,049,1 Miller Jr., Inglis J.; Mooser, Gregory (Jul 1979). «Taste Responses to Deuterium Oxide». Physiology & Behavior (Elsevier) 23 (1): σελ. 69–74.doi:. Ανακτήθηκε στις 7 Jan 2011.
- ↑ Campbell, Neil A.; Brad Williamson; Robin J. Heyden (2006). Biology: Exploring Life. Boston, Massachusetts: Pearson Prentice Hall. ISBN 0-13-250882-6.