Η ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ «ΝΕΡΟΥ»

Ἡ λέξη «νερό» στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ εἶναι «ὕδωρ» ἀπὸ ὅπου καὶ ὅλες οἱ σύνθετες «ὑδατογραφία», «ὑδρορροή», «ἀφυδάτωση», κ.ἀ. δίνοντας σύνθετες μὲ τὰ «ὑδατο-» καὶ «ὑδρο-» ὅπου καὶ πλέον συναντᾶται στὰ νέα ἑλληνικὰ μίας καὶ ἡ ἴδια ἡ λέξη ἔχει ἀντικατασταθεῖ στὴν καθομιλουμένη ἀπὸ τὸ «νερό».
Πῶς προέκυψε ἡ λέξη «νερό»; Προέρχεται ἀπὸ τὴν φράση «νηρὸν ὕδωρ» (=φρέσκο νερό) καὶ κατέληξε στὴν πορεία τὸ «νηρόν» νὰ οὐσιαστικοποιηθεῖ καὶ νὰ καταλήξει νὰ ἔχει τὴν ἔννοια αὐτοῦ ποὺ προσδιώριζε.

εἶναι δηλαδή: 
νερὸν < νηρὸν < νεαρὸν